Θα έρθουν οι Κινέζοι στην Ελλάδα όταν η Ευρώπη θέλει να ανακόψει την «κινεζική εισβολή»;
Ο κυβερνητικός εκπρόσωπος κ. Στέλιος Πέτσας δεν άφησε αμφιβολίες για το σκοπό της επίσκεψης του έλληνα πρωθυπουργού στην Κίνα, που συνοδεύεται από μεγάλο κυβερνητικό αλλά και επιχειρηματικό κλιμάκιο: «άμεσοι στόχοι του πρωθυπουργού είναι η προσέλκυση επενδύσεων, η περαιτέρω ενίσχυση των επιχειρηματικών δεσμών των δύο χωρών, η ένταξη της Ελλάδας στον παγκόσμιο οικονομικό χάρτη», τόνισε ο κυβερνητικός εκπρόσωπος. Για να συμπληρώσει: «Ο πρωθυπουργός – όπως σε όλες τις επαφές του με ηγέτες της παγκόσμιας κοινότητας- επισημαίνει ότι η Ελλάδα είναι πυλώνας σταθερότητας στην ευρύτερη περιοχή μας. Ανακτά την αξιοπιστία και την εμπιστοσύνη των διεθνών αγορών. Βελτιώνει – με τη μείωση των φόρων και την προώθηση τολμηρών μεταρρυθμίσεων- το επενδυτικό περιβάλλον. Προσφέρει μεγάλες επενδυτικές ευκαιρίες, χάρη στο υψηλού επιπέδου εργατικό δυναμικό της, την εξαιρετική γεωστρατηγική θέση της, τις ανεπτυγμένες υποδομές που προσφέρει, τον μεγάλο ορυκτό πλούτο και την ξεχωριστή, μεσογειακή ομορφιά της».
Οι πληροφορίες από την κυβερνητική πλευρά αναφέρουν ότι ο πρωθυπουργός θα σταθεί ιδιαίτερα στο μεγάλο αριθμό δυναμικών κλάδων που διαθέτει η ελληνική οικονομία και τις ευκαιρίες που προσφέρονται: στον τομέα της Ενέργειας και ειδικότερα των Ανανεώσιμων Πηγών, στα logistics και τις εμπορικές μεταφορές, όπου έχει ήδη εκδηλωθεί έντονο κινεζικό ενδιαφέρον μέσω της επένδυσης της COSCO στο λιμάνι του Πειραιά και βέβαια στον τουρισμό και την αγορά ακινήτων, όπου ήδη εκατοντάδες Κινέζοι πολίτες έχουν αξιοποιήσει το πρόγραμμα Golden Visa (μέχρι το τέλος Σεπτεμβρίου, Κινέζοι πολίτες είχαν πάρει το 65% των αδειών διαμονής που έχουν δοθεί έναντι ελάχιστης επένδυσης 250.000 ευρώ).
Ο μεγάλος αριθμός επιχειρηματιών που συνοδεύουν τον πρωθυπουργό, σηματοδοτεί τον στρατηγικό χαρακτήρα αυτής της επίσκεψης, αλλά και τη σημασία που αποδίδει στις ελληνοκινεζικές σχέσεις τόσο η κυβέρνηση όσο και ο επιχειρηματικός κόσμος.
Η κλίμακα των ελληνοκινεζικών οικονομικών σχέσεων
Οι ελληνοκινεζικές οικονομικές σχέσεις βρίσκονται σε ανοδική πορεία. Παρότι ως συνολικό ποσοστό οι ελληνικές εξαγωγές στην Κίνα δεν είναι ιδιαίτερα μεγάλες, εμφανίζουν αυξητική τάση και το 2018 πλησίασαν το ένα δισεκατομμύριο ευρώ.
Αντίθετα, οι εισαγωγές από την Κίνα είναι σημαντικές, καθώς το 2018 έφτασαν το 6,5% των συνολικών ελληνικών εξαγωγών και σε ύψος τα 3,6 δισεκατομμύρια ευρώ.
Ιδιαίτερα σημαντικές είναι οι κινεζικές επενδύσεις στην Ελλάδα. Με βάση τα στοιχεία της Τράπεζα της Ελλάδος στην περίοδο 2010-2018 συνολικά ξεπέρασαν το 1.1 δισεκατομμύριο ευρώ την τάση να είναι ιδιαίτερα αυξητική.
Εμβληματική κινεζική επένδυση στην Κίνα παραμένει αυτή της COSCO στο λιμάνι του Πειραιά, που άλλωστε συνδέεται και με μια συνολικότερη στρατηγική κινεζική επιλογή για επενδύσεις σε υποδομές που αφορούν το διαμετακομιστικό εμπόριο, ιδίως σε περιοχές που αποτελούν σημεία εισόδου σε ευρύτερες αγορές
Όμως, δεν είναι η μόνη: μεγάλη ήταν και η επένδυση της κινεζικής State Grid που το 2016 απέκτησε, αντί τιμήματος 320 εκατομμυρίων ευρώ το 24% του ΑΔΜΗΕ. Αντίστοιχα, υπάρχουν επενδύσεις όπως της κινεζικής Shenhua Group με τον όμιλο Κοπελούζου στον τομέα των επενδύσεων στις ΑΠΕ και ιδίως στα αιολικά πάρκα. Σημαντική είναι επίσης η δανειοδότηση ελληνικών επιχειρήσεων, ιδίως ναυτιλιακών από κινεζικές τράπεζες, ενώ η China Development Bank παίζει σημαντικό ρόλο στη χρηματοδότηση των επενδύσεων της Cosco στο ελληνικό.
Από την άλλη, κινεζικές επενδύσεις που είχαν αρχικά ανακοινωθεί δεν προωθήθηκαν τελικά, όπως ήταν για παράδειγμα η συμμετοχή του μεγάλου κινεζικού ομίλου Fosun στην επένδυση Lamda Development στο Ελληνικό.
Στην Ευρώπη προσπαθούν να ανακόψουν την εισβολή κινεζικών επενδύσεων
Ενώ στην Ελλάδα παρατηρείται αύξηση των κινεζικών επενδύσεων, στην Ευρώπη τα τελευταία χρόνια εμφανίζεται μια σχετική υποχώρηση που σε σημαντικό βαθμό έχει να κάνει και με συνειδητές πολιτικές επιλογές ορισμένων ευρωπαϊκών κυβερνήσεων.
Οι συνολικές καταγεγραμμένες κινεζικές άμεσες επενδύσεις στην Ευρώπη από το 2000 έως το τρίτο τρίμηνο του 2018 φτάνουν τα 181 δισεκατομμύρια δολάρια, όμως ο κύριος όγκος τους είναι μετά το 2008. Κορυφαία χρονιά ως προς τον όγκο των κινεζικών επενδύσεων στην ΕΕ το 2016 όταν έφτασαν τα 42 δισεκατομμύρια ευρώ. Όμως, στη συνέχεια εμφανίζουν υποχώρηση. Το 2017 υποχώρησαν στα 33 δισεκατομμύρια δολάρια και το 2018 στα τέλος του τρίτου τριμήνου ήταν στα 20 δισεκατομμύρια δολάρια.
Η υποχώρηση αυτή εν μέρει έχει να κάνει με επιλογές της ίδιας της κινεζικής κυβέρνησης που προσπαθεί να περιορίσει εν μέρει την εξαγωγή κινεζικών κεφαλαίων στο εξωτερικό, όμως υπάρχει και σαφής πολιτική επιλογή των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων να είναι πιο επιλεκτικές ως προς τις κινεζικές επενδύσεις στην Ευρώπη.
Για ένα μεγάλο διάστημα όλες οι ευρωπαϊκές χώρες έδωσαν μεγάλη έμφαση στην προσέλκυση κινεζικών επενδύσεων αλλά και στην αύξηση συναλλαγών. Χαρακτηριστικό το παράδειγμα της Γερμανίας που κάνει σημαντικές εξαγωγές στην Κίνα και έχει μάλιστα θετικό εμπορικό ισοζύγιο, την ώρα μάλιστα που το 2017 η Κίνα ξεπέρασε τις ΗΠΑ ως ο μεγαλύτερος εμπορικός εταίρος της Γερμανίας. Κάπου 5.200 γερμανικές επιχειρήσεις δραστηριοποιούνται στην Κίνα απασχολώντας περισσότερο από ένα εκατομμύριο ανθρώπους Το 2017 4 στα 10 αυτοκίνητα που πουλούσε η Volkswagen πήγαιναν στην Κίνα.
Όμως, την ίδια στιγμή είναι η Γερμανία που δείχνει περισσότερο να ανησυχεί από τη στροφή που κάνει η κινεζική οικονομία. Η τρέχουσα κινεζική στρατηγική θέλει να κάνει την Κίνα την ηγέτιδα δύναμη στην υψηλής τεχνολογίας μεταποίηση, έτσι ώστε να σταματήσει να αντιγράφει τεχνολογία, αλλά να είναι η ίδια πρωτοπόρα στη διαμόρφωση νέων τεχνολογιών. Αυτό εξηγεί την έμφαση της κινεζικής κυβέρνησης αλλά και των κινεζικών επιχειρήσεων σε τομείς αιχμής όπως τα δίκτυα 5G, η ρομποτική, η αεροδιαστημική, η τεχνολογία αιχμής για τους σιδηροδρόμους, και τα «καθαρά» οχήματα. Αυτό εκ των πραγμάτων κάνει την Κίνα να αποτελεί μια απειλή για τις ευρωπαϊκές επιχειρήσεις που διεκδικούν να έχουν ρόλο τεχνολογικής κορυφής.
Αυτές οι ευρωπαϊκές ανησυχίες συντονίζονται με τις ανάλογες αμερικανικές. Οι ΗΠΑ βέβαια έχουν προχωρήσει παραπέρα καθώς έχουν προχωρήσει στην κήρυξη ουσιαστικά εμπορικού πολέμου κατά της Κίνας, θεωρώντας ότι η τελευταία όχι μόνο εφαρμόζει εκτεταμένες μορφές αθέμιτο κρατικών ενισχύσεων των κινεζικών επιχειρήσεων, αλλά και πιέζει για υποχρεωτική μεταφορά τεχνολογίας.
Η δυσκολία στην εφαρμογή περιορισμών στις επενδύσεις
Βέβαια, η Ευρώπη δεν θέλει τόσο να ανακόψει τις εμπορικές συναλλαγές με την Κίνα, άλλωστε αυτές είναι ένα δισεκατομμύριο δολάρια την ημέρα, όμως κάποιες χώρες αρχίζουν και ανησυχούν για την κινεζική παρουσία. Η αντιπαράθεση γύρω από το εάν στο πέρασμα στα δίκτυα 5G θα χρησιμοποιηθούν κινεζικές τεχνολογίες είναι από αυτή την άποψη ενδεικτική. Και παρότι στο προσκήνιο τίθενται ζητήματα ασφάλειας και προστασία έναντι της κατασκοπίας (κάτι που γίνεται πιο έντονα στις ΗΠΑ όπως έδειξε η υπόθεση Huawei), είναι προφανές ότι η βασική ανησυχία είναι κυρίως οικονομική.
Η Γερμανία, η Γαλλία αλλά και η Βρετανία (που μέχρι τώρα ήταν η χώρα υποδοχής των μεγαλύτερων κινεζικών επενδύσεων) δείχνουν να επιμένουν στην ανάγκη να μπουν όρια στις κινεζικές επενδύσεις, χωρίς να θέλουν να διαταράξουν συνολικά τις ευρωκινεζικές σχέσεις. Ο Γάλλος πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν υποστήριξε ότι χρειάζεται να μπει τέλος στην «ευρωπαϊκή αφέλεια» σε σχέση με την Κίνα και η Άνγκελα Μέρκελ αναφέρεται στην Κίνα ως «στρατηγικό ανταγωνιστή». Στη Γερμανία μάλιστα πέρασε νόμος που επιτρέπει στην κυβέρνηση να εμποδίζει, εάν το κρίνει σκόπιμο, μια επένδυση από μη ευρωπαίο επενδυτή που ξεπερνά το 10%. Είχε προηγηθεί η απόφαση να μην επιτραπεί, για λόγους εθνικής ασφαλείας να αγοραστεί από κινέζο επενδυτή, η Leifeld Metal μια γερμανική εταιρεία παραγωγής μετάλλων για την αυτοκινητοβιομηχανία, την αεροδιαστημική και την πυρηνική βιομηχανία.
Αντίστοιχα, με αποκλίνοντα τρόπο έχουν αντιμετωπίσει οι ευρωπαϊκές χώρες τη στρατηγική «μία ζώνη, ένας δρόμος» της Κίνας. Ορισμένες χώρες τη βλέπουν με επιφύλαξη, την ίδια ώρα που άλλες χώρες, ανάμεσά τους και η Ελλάδα, προσδοκούν προσέλκυση ακόμη περισσότερων επενδύσεων. Έπειτα, δεν είναι εύκολο να συμφωνήσουν όλες οι χώρες σε τέτοιου είδους φραγμούς σε επενδύσεις. Για παράδειγμα, δεν είναι καθόλου δεδομένου ότι όλες οι χώρες θα συμφωνούσαν σε μια συνολική απαγόρευση της χρήσης της τεχνολογίας 5G της Huawei όπως π.χ. έκαναν οι ΗΠΑ ή επί της ουσίας η Γαλλία.
Σε αυτό το φόντο με την υπαρκτή δυσκολία να υπάρξει μια ρήξη ή έστω σημαντική επιδείνωση των ευρωκινεζικών σχέσεων, η ελληνική κυβέρνηση έχει πάντως το περιθώριο να επιμείνει σε μια γραμμή αναβάθμισης των ελληνοκινεζικών οικονομικών σχέσεων, ιδίως από τη στιγμή που έχει θέση ως προτεραιότητες τόσο την προσέλκυση επενδύσεων, όσο και το περαιτέρω άνοιγμα νέων αγορών για τις ελληνικές εξαγωγές.