Σούπερ μάρκετ: Το στοίχημα των τιμών στα ράφια – Πώς θα αλλάξουν οι συσχετισμοί δυνάμεων
Τον περασμένο Δεκέμβριο σημειώθηκε για πρώτη φορά ύστερα από 3,5 χρόνια αρνητικός πληθωρισμός στα τρόφιμα. Την είδηση υποδέχθηκαν με ικανοποίηση τόσο η ηγεσία του Υπουργείου Ανάπτυξης όσο και το οργανωμένο λιανεμπόριο τροφίμων.
Υπάρχουν ωστόσο φωνές στον χώρο που επιμένουν πως τα πράγματα θα ήταν καλύτερα, εάν υπήρχε περισσότερος ανταγωνισμός. Κάποιοι μάλιστα θεωρούν πως ίσως να μην χρειαζόταν να ληφθούν τόσο παρεμβατικά μέτρα για την συγκράτηση των τιμών.
Η συγκέντρωση του τζίρου στα χέρια λίγων, σημειώνουν οι ίδιοι παράγοντες, ατονεί την ένταση της εμπορικής σύγκρουσης για την προσέλκυση των καταναλωτών. Καθώς και την «ευρηματικότητα» στην ενσωμάτωση καινοτόμων project που θα κεντρίσουν το ενδιαφέρον του καταναλωτικού κοινού.
Το μερίδιο αγοράς των 10 μεγαλύτερων αλυσίδων σούπερ μάρκετ
Σύμφωνα με την NielsenIQ, το μερίδιο αγοράς των 10 μεγαλύτερων αλυσίδων σούπερ μάρκετ το 2022 με βάση τον τζίρο έχει φθάσει το 82,3% όταν το 2009 ήταν κάτω από 70%.
Η οικονομική κρίση και πιο πρόσφατα η πανδημία φαίνεται πως ευνόησαν τα μεγαλύτερα δίκτυα, τα οποία είχαν τη δυνατότητα να προσφέρουν καλύτερες τιμές στους καταναλωτές. Και να απευθυνθούν σε μεγαλύτερο κομμάτι του πληθυσμού χάρη στο εκτεταμένο δίκτυό τους. Μέσα σε περίπου 12 χρόνια κατάφεραν να διευρύνουν τη διείσδυσή τους, σε βάρος των μικρότερων σχημάτων που δεν μπόρεσαν να… ακολουθήσουν.
Η «φρενίτιδα» των εξαγορών
Καταλυτικό ρόλο έπαιξαν οι αλυσιδωτές εξαγορές που έλαβαν χώρα, με τις πιο εύρωστες εταιρείες να «βγαίνουν» επιθετικά και να εκμεταλλεύονται τους αδύναμους κρίκους του κλάδου.
Από τα deals που ξεχώρισαν και άλλαξαν άρδην τους συσχετισμούς δυνάμεων ήταν η συμφωνία για την απόκτηση του «Μαρινόπουλου» από τον Σκλαβενίτη και του Βερόπουλου από τον όμιλο METRO της οικογένειας Παντελιάδη στα μέσα της περασμένης δεκαετίας.
Και φυσικά η κάθοδος του Μασούτη στην Αθήνα, μέσα από την εξαγορά της «Προμηθευτικής». Η φρενίτιδα συνεχίστηκε και στη διάρκεια της πανδημίας. Υπολογίζεται πως περίπου 180 καταστήματα μικρομεσαίων αλυσίδων «πέρασαν» την τριετία 2022-2024 στην ομπρέλα κάποιου μεγάλου παίκτη.
Η απόκτηση «έτοιμων» καταστημάτων έχει αποδειχθεί πιο φθηνός και πιο εύκολος τρόπος επέκτασης στο… «μεσαίο ράφι». Ειδικά σε περιοχές που ευνοούνται από τις αυξημένες τουριστικές ροές και υπόσχονται μεγαλύτερα κέρδη στο μέλλον.
Ο «disruptor» που θα φέρει τα πάνω κάτω…
Τι θα μπορούσε να κινητοποιήσει τον κλάδο και να προκαλέσει τα αντανακλαστικά του; Να ταρακουνήσει με άλλα λόγια τους υφιστάμενους συσχετισμούς; Η έλευση ή και ανάδειξη κάποιου καινούργιου παίκτη που θα λειτουργήσει ως… disruptor. Ως μια άλλη δύναμη αλλαγής που θα ανατρέψει το status quo.
Και σε επίπεδο τιμών όσο και σε επίπεδο concept και καινοτόμων πρακτικών. Κάτι που δεν υπάρχει αυτή τη στιγμή στην Ελλάδα. «Το ερώτημα είναι ποιος έχει τη διάθεση να επενδύσει κεφάλαια για να ρίξει τις τιμές 10% με 20% κάτω και να αναγκάσει τους υπόλοιπους να ακολουθήσουν», σημειώνει έμπειρο στέλεχος του κλάδου που επιθυμεί να διατηρήσει την ανωνυμία του.
Υπήρξαν όπως λέει προσπάθειες στο παρελθόν που ήθελαν να παίξουν αυτό το ρόλο, ωστόσο για πολλούς και διάφορους λόγους δεν ευοδώθηκαν. Η περίοδος της παρατεταμένης οικονομικής κρίσης που βίωσε η ελληνική οικονομία άλλωστε λειτούργησε αποτρεπτικά.
Πηγή: ΟΤ