Προ των πυλών η έξοδος φαρμάκων και φαρμακευτικών από τη χώρα
Την πόρτα εξόδου από τη χώρα βλέπουν πλέον πολλές καινοτόμες θεραπείες που εφαρμόζονται στα νοσοκομεία, ενώ δεν αποκλείεται να ακολουθήσουν αντίστοιχη πορεία και φαρμακευτικές του εξωτερικού που διατηρούν θυγατρική στη χώρα.
Αιτία είναι το υπέρογκο clawback που επιβλήθηκε για τα φάρμακα που χρησιμοποίησαν τα νοσοκομεία της χώρας μας στη διάρκεια του πρώτου εξαμήνου πέρυσι. Η συγκεκριμένη υποχρεωτική επιστροφή της φαρμακοβιομηχανίας προς το κράτος, όπως υπολογίστηκε από την ΕΚΑΠΥ φτάνει το 83% των φαρμάκων που χρησιμοποιήθηκαν στα κρατικά νοσοκομεία και το 92% για το νοσοκομείο Παπαγεωργίου Θεσσαλονίκης.
Το θέμα διακοπής της κυκλοφορίας κρίσιμων καινοτόμων φαρμάκων, αλλά και το ενδεχόμενο αποχώρησης μεγάλων φαρμακευτικών οίκων από τη χώρα, επισημαίνεται σε επιστολή του Συνδέσμου Φαρμακευτικών Επιχειρήσεων Ελλάδος (ΣΦΕΕ) προς τον Πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη, με τον οποίο ζητείται άμεση συνάντηση για την επίλυση του προβλήματος.
Eίναι επιτακτική ανάγκη να επαναξιολογηθεί άμεσα ο νοσοκομειακός προϋπολογισμός με πρόσθετα κονδύλια, και όχι με τη μεταφορά του βάρους από τη μία πλευρά στην άλλη
Στην επιστολή του ΣΦΕΕ που υπογράφεται από όλα τα μέλη του Δ.Σ. του Συνδέσμου, εκφράζεται η έντονη ανησυχία και απογοήτευση του κλάδου για τον προϋπολογισμό της δημόσιας φαρμακευτικής δαπάνης στα νοσοκομεία, ενώ οι εκπρόσωποι των επιχειρήσεων αγωνιούν για τη συνέχιση της πρόσβασης σε όλα τα νοσοκομειακά φάρμακα που είναι απαραίτητα για την υγεία των ασθενών.
Υπογραμμίζεται μάλιστα ότι αυτές οι εξωφρενικές – όπως χαρακτηρίζονται – επιστροφές του 83% και 92%, έρχονται 10 μήνες μετά το κλείσιμο του έτους 2023 και 16 μήνες μετά το κλείσιμο του πρώτου εξαμήνου του 2023.
«Παρά τις συνεχείς επισημάνσεις μας σε όλες τις επαφές με τα αρμόδια υπουργεία και επιτροπές, το πρόβλημα παραμένει, και η Πολιτεία συνεχίζει να κωφεύει, αρνούμενη να αναγνωρίσει το λάθος της και να αναλάβει τις απαραίτητες πρωτοβουλίες για τη διόρθωσή του», σημειώνεται στην επιστολή.
Τονίζεται επίσης, ότι «Τόσο προεκλογικά όσο και πριν από 6 μήνες στην συνάντησή σας με τους Προέδρους της Παγκόσμιας Φαρμακοβιομηχανίας, δεσμευθήκατε για έμπρακτη στήριξη της καινοτομίας και τη βελτίωση της προβλεψιμότητας και βιωσιμότητας των φαρμακευτικών εταιρειών.
Ωστόσο, οι τελευταίες εξελίξεις συνηγορούν υπέρ του αντιθέτου».
Στην επιστολή υπογραμμίζεται ότι πρόκειται για «πρωτοφανές ύψος επιστροφών» όχι μόνο για τα ευρωπαϊκά, αλλά και για τα παγκόσμια δεδομένα, σε ότι αφορά τα νοσοκομειακά φάρμακα, και καταδεικνύεται έτσι η «διαχρονικά αποτυχημένη πολιτική που ακολουθείται στον τομέα του φαρμάκου, καθώς και την ακραία υποχρηματοδότηση του νοσοκομειακού φαρμακευτικού προϋπολογισμού.
Υπό αυτές τις συνθήκες υπάρχει μεγάλος κίνδυνος οι μητρικές εταιρείες να αποφασίσουν ότι η είσοδος των καινοτόμων φαρμάκων στο νοσοκομείο δεν είναι πλέον βιώσιμη, δεδομένου ότι το κόστος τους καλύπτεται πλέον από τις ίδιες τις φαρμακευτικές εταιρείες».
Η διοίκηση του ΣΦΕΕ επισημαίνει ότι «είναι ξεκάθαρο πως ένας «λανθασμένος» κλειστός προϋπολογισμός, ακόμη και σε ένα ελεγχόμενο περιβάλλον όπως τα δημόσια νοσοκομεία, μπορεί να έχει καταστροφικές συνέπειες για τις εταιρείες που προμηθεύουν φάρμακα και τους ασθενείς που τα χρειάζονται.
Πώς είναι δυνατόν ένα φάρμακο που τιμολογείται με βάση τις δύο χαμηλότερες τιμές στην Ευρωζώνη, χωρίς ποτέ να αυξηθεί η τιμή του, να θεωρείται οικονομικά βιώσιμο όταν επιστρέφει το 83% των τιμολογημένων πωλήσεών του;
Η πολιτεία θεωρεί ότι μπορούν όλα αυτά τα φάρμακα να συνεχίσουν να διατίθενται στην Ελλάδα;».
Σε αναζήτηση λύσης από τον Πρωθυπουργό, η διοίκηση του ΣΦΕΕ τονίζει πως είναι επιτακτική ανάγκη να επαναξιολογηθεί άμεσα ο νοσοκομειακός προϋπολογισμός, «τόσο για το 2023, όσο και για το 2024, που βαίνει χειρότερο, με πρόσθετα κονδύλια, και όχι με τη μεταφορά του βάρους από τη μία πλευρά στην άλλη.
Αν συνεχιστούν αυτές οι πρακτικές, η αποχώρηση πολλών προϊόντων ή ακόμα και ολόκληρων εταιρειών από τη χώρα είναι προ των πυλών. Η ευθύνη για την πρόσβαση των Ελλήνων ασθενών στις καινοτόμες θεραπείες δεν μπορεί να συνεχίσει να βαρύνει σχεδόν αποκλειστικά τις φαρμακευτικές εταιρείες».