Ποια είναι σήμερα η «μεσαία τάξη» που γονατίζει από τους φόρους – Οι βίαιες αυξομειώσεις του εισοδήματος
Ποια είναι η ταυτότητα της μεσαίας εισοδηματικής τάξης στην Ελλάδα που εξακολουθεί να γονατίζει από τους φόρους, καταβάλλοντας σήμερα το 51% των φορολογικών εσόδων, ενώ πριν την κρίση κατέβαλε το 39,3%, αναλύει σε μελέτη του ο ΣΕΒ.
Πόσοι Έλληνες ανήκουν στην τάξη αυτή, που κυμαίνεται το διαθέσιμο εισόδημά της που αυξήθηκε υπέρμετρα την εποχή των παχέων αγελάδων και κατακρημνίστηκε βίαια στην κρίση.
Ενδιαφέρον στοιχείο της μελέτης και η μείωση της συνεισφοράς στα φορολογικά έσοδα της χώρας της υψηλότερης εισοδηματικής τάξης, -που βέβαια τα τελευταία χρόνια συρρικνώθηκε αριθμητικά- και σήμερα καταβάλει το 38,1% των φορολογικών εσόδων έναντι άνω του 50% που κατέβαλε πριν την κρίση.
Η ταυτότητα της μεσαίας τάξης – 1 στους δύο Έλληνες «μεσαίος»
Στη συλλογική συνείδηση των Ελλήνων, στη μεσαία τάξη ανήκουν τα ευκατάστατα νοικοκυριά, όσοι δηλαδή έχουν σχετικά σταθερή απασχόληση, σχετικά αξιοπρεπείς αμοιβές, τη δυνατότητα να αποκτήσουν σπίτι, αυτοκίνητο, εξοχικό, κ.ο.κ.
Προσδιορίζονται, συνήθως, ως μεσαία «εισοδηματική» τάξη, σε σχέση με όσους ανήκουν στην υψηλότερη και τη χαμηλότερη εισοδηματική τάξη, εξηγούν οι αναλυτές του ΣΕΒ.
Με διεθνείς ορισμούς, η μεσαία εισοδηματική τάξη ορίζεται ως το μερίδιο των νοικοκυριών με διαθέσιμο εισόδημα μεταξύ του 75% και του 200% του διάμεσου εισοδήματος όλων των νοικοκυριών.
Με τους ορισμούς αυτούς, στη μεσαία εισοδηματική τάξη ανήκουν χονδρικά 1 στους 2 Έλληνες (54%), ενώ στην υψηλή εισοδηματική τάξη (άνω του 200% του διάμεσου) 1 στους 8 και στη χαμηλή εισοδηματική τάξη (κάτω του 75% του διάμεσου) 1 στους 3. Από τους τελευταίους, λιγότεροι από τους μισούς βρίσκονται κάτω από το όριο της φτώχειας, που ορίζεται από τον ΟΟΣΑ στο 50% του διάμεσου διαθέσιμου εισοδήματος.
Οι βίαιες αυξομειώσεις του διάμεσου διαθέσιμου εισοδήματος
Στην Ελλάδα, λοιπόν, το διάμεσο διαθέσιμο εισόδημα για ένα νοικοκυριό με δύο ενήλικες και δύο παιδιά άνω των 14 ετών, προσδιορίζεται το 2018 σε €19,7 χιλ. Το εισόδημα αυτό σε σταθερές τιμές 2018 αυξήθηκε στη δεκαετία της υψηλής ανάπτυξης (με δανεικά…) σε €30 χιλ. περίπου (2009-2010) από €25 χιλ. το 2003, ενώ μειώθηκε δραματικά σε €19 χιλ. το 2014, κατά τη διάρκεια της μεγάλης ύφεσης, λόγω της προσαρμογής των Μνημονίων, όταν το ΑΕΠ συρρικνώθηκε κατά το ¼, και σήμερα, έξι χρόνια μετά, διαμορφώνεται σε €20 χιλ. περίπου.
Νοικοκυριά αυτής της σύνθεσης θεωρούνται ότι ανήκουν στη μεσαία εισοδηματική τάξη, εφόσον το διαθέσιμο εισόδημά τους βρίσκεται μεταξύ €14,7 χιλ. (75% του διάμεσου) και €39,3 χιλ. (200% του διάμεσου).
Με την ίδια λογική, ένα νοικοκυριό της ίδιας σύνθεσης ανήκει στην υψηλή ή τη χαμηλή εισοδηματική τάξη, εφόσον το διαθέσιμο εισόδημά του είναι άνω των €39,3 χιλ. ή κάτω των €14,7 χιλ., αντιστοίχως.
Τέλος, με διαθέσιμο ετήσιο εισόδημα χαμηλότερο από €9.850, ένα νοικοκυριό βρίσκεται κάτω από το όριο της φτώχειας.
Το 50% των τετραμελών οικογενειών στην μεσαία τάξη
Χονδρικά, λοιπόν, το διάμεσο διαθέσιμο εισόδημα μιας 4μελούς οικογένειας στην Ελλάδα είναι €20 χιλ. περίπου, και με διαθέσιμο εισόδημα €15-€40 χιλ. η οικογένεια αυτή ανήκει στη μεσαία τάξη.
Υπενθυμίζεται ότι σύμφωνα με τον ορισμό του διαμέσου, πάνω και κάτω από €20 χιλ. διαθέσιμο εισόδημα βρίσκεται το 50% των 4μελών οικογενειών στην Ελλάδα. Σε όρους μεικτών αποδοχών, ο διάμεσος grosso modo διαμορφώνεται σε €30 χιλ. και η μεσαία τάξη ορίζεται μεταξύ €20-€60 χιλ.
Σε καθοδική πορεία η μεσαία τάξη διεθνώς, κίνδυνος για τη κοινωνική συνοχή
Ανεξαρτήτως του πώς οριοθετείται, η μεσαία τάξη θεωρείται ως το πιο δυναμικό στρώμα της κοινωνίας και, εν πολλοίς, η οικονομική της ευμάρεια καθορίζει όχι μόνο την οικονομική κατάσταση και τις προοπτικές μιας χώρας, αλλά και τις πολιτικές εξελίξεις, σχολιάζει ο ΣΕΒ σε ανάλυσή του.
Σήμερα, διεθνώς, η μεσαία τάξη φαίνεται να βρίσκεται σε καθοδική πορεία, καθώς οι ευκαιρίες για κοινωνική και επαγγελματική άνοδο περιορίζονται, ενώ η κοινωνική κινητικότητα έχει χάσει τη δυναμική άλλων εποχών.
Πολλοί άνθρωποι δυσκολεύονται να παρακολουθήσουν τις γρήγορες οικονομικές και κοινωνικές μεταβολές που φέρνει η τεχνολογική πρόοδος (έλλειψη δεξιοτήτων), η εξωστρέφεια της παραγωγής και των επενδύσεων (παγκοσμιοποίηση), η ταχεία συσσώρευση πλούτου στα υψηλότερα εισοδηματικά στρώματα (οικονομική ανισότητα), η υλική στέρηση και ο κοινωνικός αποκλεισμός (άστεγοι, άνθρωποι κάτω από το όριο της φτώχειας, εξάρτηση από ναρκωτικά και οπιοειδή σκευάσματα), οι μεταναστευτικές ροές, κ.ο.κ.
Εν γένει, δεν φαίνεται οι νέες γενιές να έχουν καλύτερες ευκαιρίες από τις προηγούμενες. Όλα αυτά προκαλούν μια αίσθηση αβεβαιότητας για το μέλλον και τείνουν να επιφέρουν αποσαθρωτικά φαινόμενα, επηρεάζοντας δυσμενώς τη γενικότερη κοινωνική συνοχή.
Οι βίαιες αλλαγές της κρίσης στα κοινωνικά στρώματα
Αναλύοντας τα μικροδεδομένα των Ερευνών Εισοδήματος και Συνθηκών Διαβίωσης της ΕΛΣΤΑΤ από το 2003 και μετά, την περίοδο των Μνημονίων παρατηρείται μια διόγκωση του μεριδίου των νοικοκυριών (και των αντίστοιχων εισοδημάτων) της μεσαίας εισοδηματικής τάξης, αλλά και της χαμηλής εισοδηματικής τάξης άνω του ορίου της φτώχειας, με αντίστοιχη μείωση του μεριδίου των νοικοκυριών της υψηλής εισοδηματικής τάξης και της χαμηλής εισοδηματικής τάξης κάτω του ορίου της φτώχειας.
Με άλλα λόγια, παρατηρείται μια καθαρή μετανάστευση νοικοκυριών από τα υψηλά στα χαμηλότερα εισοδηματικά στρώματα, με το μερίδιο των νοικοκυριών κάτω του ορίου της φτώχειας να μειώνεται, καθώς η μείωση του διαθέσιμου εισοδήματος την περίοδο των Μνημονίων συντελέστηκε λαμβάνοντας υπόψη κατά το δυνατόν την ανάγκη να μην πληγούν τα σχετικώς χαμηλότερα εισοδηματικά στρώματα, αναφέρει ο ΣΕΒ.
Η υπερφορολόγηση της μεσαίας τάξης
Τέλος, από τα στοιχεία προκύπτει ότι, λόγω της τεράστιας υπερφορολόγησης κατά την περίοδο των Μνημονίων και της υψηλής προοδευτικότητας του φορολογικού συστήματος, η μεσαία εισοδηματική τάξη καταβάλλει σήμερα το 51% των φορολογικών εσόδων, ενώ πριν από την κρίση κατέβαλε το 39,3%.
Αντίστοιχα, η υψηλότερη εισοδηματική τάξη, που συρρικνώθηκε αριθμητικά και εισοδηματικά, σήμερα καταβάλλει το 38,1% των φορολογικών εσόδων έναντι άνω του 50% που κατέβαλλε πριν την κρίση.
Οι εξελίξεις αυτές, σημειώνουν οι αναλυτές του ΣΕΒ, αποτυπώνουν είτε τη μετακίνηση νοικοκυριών σε χαμηλότερα εισοδηματικά κλιμάκια είτε τη μη καταγραφή τους στις στατιστικές λόγω της μετανάστευσης στο εξωτερικό, εγκατάλειψης επιχειρηματικών δραστηριοτήτων, κ.λπ.
Ως αποτέλεσμα, το κράτος, για να συνεχίσει να καλύπτει τις ανάγκες του, προχώρησε σε υπερφορολόγηση των σχετικώς υψηλότερων εισοδημάτων, όσων είχαν απομείνει.
«Πιο πρόσφατα, όμως, και ιδίως από το 2016 και μετά, η υπερφορολόγηση εντάθηκε, με τη διατήρηση του αφορολόγητου σε υψηλά επίπεδα, απαλλάσσοντας έτσι από τη φορολογία μεγάλα στρώματα του πληθυσμού και αυξάνοντας αναλογικά τη φορολογική επιβάρυνση των υπόλοιπων, και ιδίως των συνεπών φορολογουμένων. Βεβαίως, εάν ληφθεί υπόψη και ο φόρος ακίνητης περιουσίας, τότε η συνολική επιβάρυνση είναι ακόμη δυσμενέστερη» σημειώνεται στη μελέτη.
Συμπερασματικά, «η χώρα μας κατάφερε να βγει από την κρίση, αλλά με τα μεσαία και υψηλά εισοδηματικά στρώματα να επωμίζονται ένα τεράστιο πρόσθετο φορολογικό βάρος.»
» Σήμερα, τα δημοσιονομικά της χώρας είναι σε ισορροπία και έχει αρχίσει η αντιστροφή της υπερφορολόγησης. Στη διαδικασία αυτή, χρειάζεται μεγάλη προσοχή ώστε η μείωση της φορολογίας να συνοδεύεται από αναπτυξιακά μέτρα, περιορισμό της φοροδιαφυγής και τη διαφύλαξη της δημοσιονομικής σταθερότητας.»
» Άλλωστε στην Ελλάδα, οι εκλογές κερδίζονται και χάνονται με βάση την αβεβαιότητα που βιώνει η μεσαία τάξη λόγω της οικονομικής δυσπραγίας, η οποία συνδέεται άμεσα με την υπερφορολόγηση που την πλήττει» καταλήγει ο ΣΕΒ.