ΟΟΣΑ: Μειώστε το αφορολόγητο, μην αυξήστε πολύ τους μισθούς
Η νέα έκθεση του ΟΟΣΑ για την Ελλάδα τράβηξε το ενδιαφέρον κυρίως για τις συστάσεις της για την φορολογία και τους μισθούς.
Αφού στα γενικά συμπεράσματα έκρινε ότι «η ελληνική οικονομία άντεξε ικανοποιητικά τις πρόσφατες οικονομικές κρίσεις», στις επί μέρους παρατηρήσεις χτυπάει καμπανάκι για πιθανούς κινδύνους: τυχόν κλιμάκωση των γεωπολιτικών εντάσεων, την πιθανότητα ο πληθωρισμός να διατηρηθεί σε υψηλά επίπεδα και οι οικονομικές δυσκολίες να διαρκέσουν περισσότερο από το αναμενόμενο. Διευκρινίζει βεβαίως ότι ενώ η αβεβαιότητα για τις οικονομικές προοπτικές παραμένει ισχυρή, το ισοζύγιο των κινδύνων βαίνει πτωτικό.
Στις αρνητικές επιπτώσεις, σε περίπτωση που ισχύσουν τα δυσμενή σενάρια, αναφέρει τη μείωση των επενδύσεων, την πτώση των εισοδημάτων, την επιδείνωση του ισοζυγίου, την αύξηση του κόστους δανεισμού.
Μισθολογικό κόστος
Όμως ενώ από τη μία παραδέχεται ότι ο πληθωρισμός θα μειώσει τα πραγματικά εισοδήματα, προειδοποιεί ότι αν δοθούν αυξήσεις στους μισθούς «μπορεί να ξεπεράσουν την αύξηση της παραγωγικότητας και να εξανεμίσουν την πρόοδο στην ανταγωνιστικότητα».
Υποστηρίζει μάλιστα ότι ακόμα και η αύξηση του κατώτατου μισθού στα 950 ευρώ μικτά (ως το 2027) μπορεί να λειτουργήσει αποτρεπτικά, ιδίως για τις μικρές επιχειρήσεις, αυξάνοντας το μισθολογικό κόστος.
«Το σημερινό κόστος εργασίας στον κατώτατο μισθό είναι ήδη υψηλό σε σύγκριση με τα διεθνή δεδομένα, και οι σχεδιαζόμενες αυξήσεις θα το επιδεινώσουν. Δεδομένου του υψηλού ποσοστού απασχόλησης των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, με συχνά χαμηλά περιθώρια κέρδους, θα πρέπει να δοθεί προσοχή στη διασφάλιση ότι οι αυξήσεις του κόστους εργασίας δεν θα αποτρέψουν τους εργοδότες από την πρόσληψη χαμηλόμισθων εργαζομένων», τονίζει ο ΟΟΣΑ.
Μείωση εργοδοτικών εισφορών
Ένας άλλος κίνδυνος που εντοπίζει είναι ότι το υψηλό κόστος εργασίας θα μπορούσε επίσης να ενθαρρύνει τους εργοδότες να χρησιμοποιούν μορφές επισφαλούς απασχόλησης, δηλώνοντας ψευδώς ως «αυτοαπασχόληση» την εξαρτημένη εργασία.
Πρόκειται για μια μέθοδο που εφαρμόζεται ήδη ευρέως από επιχειρήσεις, ιδίως στον τομέα της gig economy (οικονομία του διαμοιρασμού). Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι οι μεγάλες πλατφόρμες ηλεκτρονικών παραγγελιών, φαγητού και άλλων αγαθών, που απασχολούν διανομείς ως freelancers, ενώ υποκρύπτεται εξαρτημένη σχέση εργασίας.
Ως «αντιστάθμισμα» των τυχόν πιθανών αρνητικών επιπτώσεων στην απασχόληση από την αύξηση του κατώτατου μισθού ο ΟΟΣΑ προτείνει «τη μείωση των εργοδοτικών εισφορών κοινωνικής ασφάλισης για τους χαμηλόμισθους εργαζόμενους» και τις «παροχές εργασίας» (αντί για επίδομα ανεργίας).
Κέρδη στις πλάτες των μισθωτών
«Τα κέρδη στην ανταγωνιστικότητα έχουν επιτευχθεί κυρίως “στην πλάτη» της μείωσης των πραγματικών μισθών, και μπορεί να χαθούν αν οι μισθοί αυξηθούν πάνω από την παραγωγικότητα», παρατηρεί ο ΟΟΣΑ.
Με άλλα λόγια, είναι δεδομένο ότι το μοντέλο ανάπτυξης στην Ελλάδα βασίζεται στην υποτίμηση της εργασίας, και σύμφωνα με τους τεχνοκράτες του ΟΟΣΑ πρέπει να βρεθεί η φόρμουλα που θα επιτρέπει λελογισμένες αυξήσεις, κάτω από την αύξηση της παραγωγικότητας. Μόνο που οι λύσεις που προτείνονται ροκανίζουν μακροπρόθεσμα το εισόδημα των σημερινών μισθωτών, αφού οδηγούν σε ακόμα χαμηλότερες συντάξεις.
Ουραγός στις επενδύσεις
Είναι γνωστό ότι η αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας επιτυγχάνεται και μέσω των παραγωγικών επενδύσεων (ακαθάριστος σχηματισμός παγίου κεφαλαίου), οι οποίες ωστόσο παραμένουν καθηλωμένες σε πολύ χαμηλά επίπεδα. .
Με βάση τον πίνακα του ΟΟΣΑ, που εξετάζει το ποσοστό των επενδύσεων ως προς το ΑΕΠ από το 2004-2023, η Ελλάδα βρίσκεται στην τελευταία θέση. Μάλιστα, παρά τη σχετική ανάκαμψη μετά το βούλιαγμα της κρίσης, οι επενδύσεις ως προς το ΑΕΠ παραμένουν σημαντικά χαμηλότερες από το μέσο όρο της 20ετίας και το διάστημα 2019-2023.
Τι προτείνει για τους φόρους
Ο ΟΟΣΑ επισημαίνει ότι η φορλογική επιβάρυνση στην εργασία είναι πολύ υψηλότερη από τον μέσο όρο του ΟΟΣΑ, και ότι η μείωσή της, ιδίως στα χαμηλά εισοδήματα, θα στηρίξει τις επενδύσεις σε δεξιότητες και θα βελτιώσει την ισότητα.
Οι λύσεις που προτείνει, είναι η μείωση των εισφορών κοινωνικής ασφάλισης για τους χαμηλόμισθους, με παράλληλη διεύρυνση της φορολογικής βάσης και κατάργηση του αφορολόγητου για τα εισοδήματα κάτω των 10.000 ευρώ.
«Το βασικό επίδομα (αφορολόγητο) των 10.000 ευρώ αντιστοιχούσε στο 61% των μέσων ετήσιων μισθολογικών αποδοχών το 2022, απαλλάσσοντας ουσιαστικά τα μισά ελληνικά νοικοκυριά από τους φόρους εισοδήματος φυσικών προσώπων.
Αυτή η στενή βάση είναι ένας από τους λόγους για τους οποίους η Ελλάδα εισπράττει λιγότερα έσοδα από τον φόρο εισοδήματος φυσικών προσώπων σε σχέση με άλλες χώρες, παρά τους υψηλότερους φορολογικούς συντελεστές πάνω από το βασικό επίδομα. Επιπλέον, το 2024 η κυβέρνηση αύξησε το βασικό επίδομα για τους φορολογούμενους με παιδιά κατά άλλα 1.000 ευρώ».
Η έκθεση του οργανισμού, ενώ παραδέχεται ότι η φορολογία στην Ελλάδα είναι υψηλότερη – ως προς τη συνεισφορά στο ΑΕΠ – από το μέσο όρο των χωρών του ΟΟΣΑ, συστήνει περαιτέρω επιβάρυνση των πιο αδύναμων.
Φόρος «ζάχαρης»
Από τους πίνακες που παραθέτει ο ΟΟΣΑ, διαπιστώνεται ότι η αναλογία των έμμεσων φόρων αγαθών και υπηρεσιών (ειδικοί φόροι κατανάλωσης και ΦΠΑ) στην Ελλάδα είναι σημαντικά υψηλότερη του μέσου όρου του ΟΟΣΑ. Προτείνει μεν την αλλαγή του «μείγματος φορολόγησης», αλλά ως «αντάλλαγμα» για τη μείωση του ΦΠΑ σε βασικά αγαθά, ζητάει την αύξηση φορολογικών συντελεστών σε συγκεκριμένα είδη που κρίνονται επιβλαβή.
Στην κορυφή της λίστας με τις προτάσεις για νέες αυξήσεις έμμεσων φόρων είναι τα προϊόντα καπνού, και ακολουθούν τα τρόφιμα με υψηλή περιεκτικότητα σε λιπαρά, αλάτι και ζάχαρη.
Ο ΟΟΣΑ εισάγει στην Ελλάδα την έννοια του «fat tax» ή «sugar tax», του «φόρου ανθυγιεινών τροφίμων» (που έχει ήδη επιβληθεί σε άλλες χώρες, ως μέσο για την καταπολέμηση της παχυσαρκίας.
Η συνταγή του ΟΟΣΑ για δικαιότερη φορολογία βάζει στο στόχαστρο τα συνήθη υποζύγια, τους μισθωτούς και τους συνταξιούχους. Προτείνει για παράδειγμα να καταργηθούν οι οικογενειακές εκπτώσεις στο φόρο εισοδήματος, π.χ. για ιατρική περίθαλψη ή επαγγελματικές δαπάνες, οι φορελαφρύνσεις σε συνταξιούχους, και να περιοριστεί η χρήση μειωμένων συντελεστών ΦΠΑ.