Ο Μπάιντεν και η Γέλεν θα μπορέσουν να περάσουν την αύξηση της φορολογίας των επιχειρήσεων;
Έφτασε η παγκόσμια οικονομία σε μια τόσο κρίσιμη καμπή, ώστε οι ΗΠΑ να διέρχονται μια στιγμή ανάλογη με αυτή του Σαούλ από την Ταρσό στον δρόμο για τη Δαμασκό;
Πώς αλλιώς να περιγράψει κανείς την κλίμακα της μεταστροφής της ρητορικής της κυβέρνησης των ΗΠΑ για την οικονομική πολιτική. Τεράστια πακέτα τόνωσης της οικονομικής δραστηριότητας, συμπεριλαμβανομένης ουσιαστικά και της επένδυσης στην ενεργό ζήτηση. Μεγάλες εξαγγελίες για δαπάνες στις υποδομές. Στήριξη των προσπαθειών για αύξηση του κατώτερου ωρομίσθιου.
Και τώρα η παραβίαση του τελευταίου άρθρου πίστης της προηγούμενης οικονομικής συνθήκης: Αύξηση των εταιρικών φόρων και μάλιστα με προσπάθεια να διαμορφωθεί παγκοσμίως ένα ελάχιστο επίπεδο φορολόγησης των εταιρικών κερδών ώστε να αποφεύγεται το φαινόμενο ενός φορολογικού αγώνα δρόμου προς τα κάτω που οδηγεί στο να ταυτίζεται το ανταγωνιστικό περιβάλλον με την ελάχιστη φορολόγηση.
ΗΠΑ: μια χώρα όπου οι μεγάλες εταιρείες αποφεύγουν τη φορολόγηση
Το 2017 ο Ντόναλντ Τραμπ μείωσε τον ανώτερο φορολογικό συντελεστή για τα εταιρικά κέρδη από 35% σε 21%, κάτι που χαροποίησε ιδιαίτερα τις μεγάλες επιχειρήσεις, χωρίς ωστόσο να μετατραπεί σε αύξηση των επενδύσεων.
Αντίθετα, αυτό στο οποίο οδήγησε ήταν ένα καθεστώς όπου η εταιρική φορολογία ως ποσοστό του ΑΕΠ υποχώρησε στις ΗΠΑ από 2% που ήταν κατά μέσο όρο τα προηγούμενα χρόνια στο 1% την ίδια ώρα που ο μέσος όρος στα κράτη μέλη του ΟΟΣΑ είναι αυτή τη στιγμή 3,1% και τα προηγούμενα χρόνια κυμαινόταν κοντά στο 3%.
Και όλα αυτά την ίδια στιγμή που τα εταιρικά κέρδη στις ΗΠΑ αυξήθηκαν τόσο σε απόλυτο μέγεθος όσο και ως ποσοστό του ΑΕΠ. Στην περίοδο 2005-2019 τα εταιρικά κέρδη (μετά τη φορολόγηση) ήταν κατά μέσο όρο 9.7% του ΑΕΠ, ενώ στην εικοσαετία 1980-2000 ήταν 5,4% του ΑΕΠ κατά μέσο όρο.
Την ίδια ώρα ο χώρος των μεγάλων επιχειρήσεων στις ΗΠΑ είναι ο πιο πετυχημένος στον κόσμο. Σε αυτόν ανήκουν 37% των επιχειρήσεων της λίστας του περιοδικού Forbes με τις 2000 μεγαλύτερες επιχειρήσεις του κόσμου με βάση τα κέρδη, την ώρα που οι ΗΠΑ εκπροσωπούν το 24% του παγκόσμιου ΑΕΠ.
Στην παγκόσμια κατάταξη του ΟΟΣΑ για την εταιρική φορολογία ως ποσοστό του ΑΕΠ οι ΗΠΑ καταλαμβάνουν μία από τις τελευταίες θέσεις.
Την ίδια στιγμή οι μεγάλες εταιρείες εξακολουθούν να έχουν κίνητρα να διατηρούν μεγάλο μέρος των κερδών τους σε κάθε είδους φορολογικούς παραδείσους. Και αυτό παρότι από το 2017 και μετά έχουν το κίνητρο ότι τυχόν επαναπατρισθέντα κέρδη έχουν μια απαλλαγή στο πρώτο 10% και τα κέρδη τους που έχουν έρχονται από χώρες με μικρό φορολογικό συντελεστή στις ΗΠΑ φορολογούνται με το μισό του συντελεστή των εταιρικών κερδών, δηλαδή με 10,5%.
55 μεγάλες αμερικανικές επιχειρήσεις δεν κατέβαλαν ούτε ένα δολάριο φόρο για τα κέρδη τους το 2020
Το αποτέλεσμα αυτού του καθεστώτος, ειδικά με τον τρόπο που το διαμόρφωσαν οι αλλαγές στην εταιρική φορολογία που έφερε ο Ντόναλντ Τραμπ, είναι πολύ μεγάλες αμερικανικές επιχειρήσεις να μη πληρώνουν ούτε ένα δολάριο στην ομοσπονδιακή φορολογία για τα κέρδη τους.
55 μεγάλες αμερικανικές εταιρείες, με συνολικά κέρδη προ φόρων 40,5 δισεκατομμύρια δολάρια το 2020, θα έπρεπε κανονικά με βάση τον ισχύοντα φορολογικό συντελεστή 21% στα εταιρικά κέρδη να είχαν καταβάλει φόρους 8,5 δισεκατομμυρίων δολαρίων. Όμως, όχι μόνο δεν τους κατέβαλαν αλλά και έλαβαν 3.5 δισεκατομμύρια δολάρια σε επιστροφές.
Αυτό σημαίνει ότι στην πραγματικότητα αντί για φορολογία έλαβαν μια συνολική ευνοϊκή μεταχείριση 12 δισεκατομμυρίων δολαρίων.
Αρκεί να αναλογιστούμε ότι στις επιχειρήσεις αυτές συμπεριλαμβάνονται: ο γίγαντας των μεταφορών FedEx που μηδένισε την ομοσπονδιακή φορολογία στο προ φόρων εισόδημά του 1,2 δισεκατομμυρίων δολαρίων και αντίθετα έλαβε επιστροφή φόρων 230 εκατομμυρίων δολαρίων. Η γνωστή εταιρεία αθλητικών παπουτσιών Nike που δεν πλήρωσε καθόλου φόρο για το προ φόρων εισόδημα των 2,9 δισεκατομμυρίων δολαρίων, αλλά αντίθετα έλαβε 109 εκατομμύρια δολάρια σε επιστροφές. Η εταιρεία παροχής καλωδιακής τηλεόρασης Dish Network που δεν πλήρωσε καθόλου ομοσπονδιακό φόρο για εισοδήματα 2,5 δισεκατομμύρια δολάρια, ούτε η εταιρεία σόφτγουερ Salesforce.com για τα 2,6 δισεκατομμύρια δολάρια.
Αυτό έγινε μέσα από τη χρήση ενός συνόλου τεχνικών φοροαποφυγής, από τη δυνατότητα φοροαπαλλαγής για τα stock options που δίνονται στα διευθυντικά στελέχη, τις φοροαπαλλαγές σε σχέση με ομοσπονδιακές πιστώσεις για έρευνα και πειράματα, τη δυνατότητα να διαγραφούν αμέσως οι επενδύσεις κεφαλαίου αλλά και την επαναφορά εν μέσω πανδημίας της δυνατότητας να συμψηφίζουν κέρδη και ζημιές σε διαφορετικά φορολογικά έτη και μάλιστα όχι μόνο προς τα εμπρός και προς τα πίσω. Αυτό σήμαινε ότι μπορούσαν να μεταφέρουν ζημιές του 2018, του 2019 και του 2020 και να τις συμψηφίσουν με κέρδη προ του 2018 όταν ίσχυε ακόμη ο συντελεστής 35% και άρα να εξασφαλίσουν σημαντικές φοροαπαλλαγές.
Και το φαινόμενο των κερδοφόρων επιχειρήσεων που δεν πλήρωσαν καθόλου φόρο δεν περιορίζεται στο 2020. 26 εταιρείες που δήλωσαν εισόδημα προ φόρων 77 δισεκατομμύρια δολάρια όχι μόνο δεν πλήρωσαν φόρο στα χρόνια που είναι σε ισχύ η φορολογική μεταρρύθμιση του Τραμπ, αλλά και είχαν συνολικές επιστροφές φόρων 4,6 δισεκατομμυρίων δολαρίων.
Η στρατηγική του Μπάιντεν και οι εξαγγελίες της Γέλεν
Ο Τζο Μπάιντεν έχει ανακοινώσει φιλόδοξα σχέδια για τις ΗΠΑ. Πέραν του πακέτου 1,9 τρισεκατομμυρίων δολαρίων για την τόνωση της αμερικανικής οικονομίας και την αντιμετώπιση των επιπτώσεων της πανδημίας, ανακοίνωσε και ένα μεγάλο σχέδιο 2 τρισεκατομμυρίων δολαρίων για την αποκατάσταση και αναβάθμιση των αμερικανικών υποδομών και την πράσινη μετάβαση.
Όμως, όλα αυτά θέτουν και το ζήτημα των εσόδων. Και εδώ είναι που η νέα αμερικανική κυβέρνηση σπάει το ταμπού της διαρκής μείωσης της εταιρικής φορολογίας και εισηγείται μια αύξηση του κατώτερου συντελεστή φορολόγησης των εταιρικών κερδών όπως και αλλαγές στον τρόπο που φορολογούνται τα κέρδη στο εξωτερικό. Και γι’ αυτό προτείνει αύξηση του κατώτατου συντελεστή από το 21% στο 28%.
Όμως, αυτό φέρνει το οικονομικό επιτελείο του Μπάιντεν και κυρίως την υπουργό Οικονομικών Τζάνετ Γέλεν, πρώην προέδρου της FED, της ομοσπονδιακής κεντρικής τράπεζας των ΗΠΑ, αντιμέτωπο με μια δύσκολη εξίσωση. Οποιαδήποτε αύξηση της φορολογίας των εταιρικών κερδών στις ΗΠΑ, συμπεριλαμβανομένων των κερδών από το εξωτερικό, μπορεί να σημάνει ακόμη μεγαλύτερη φυγή αμερικανικών επιχειρήσεων προς το εξωτερικό και αποφυγή επαναπατρισμού κερδών. Αυτό σημαίνει ότι μόνο μέσα στο πλαίσιο ενός παγκόσμιου συντονισμού για την ελάχιστη φορολόγηση των εταιρικών κερδών μπορεί να πετύχει το σχέδιο του Μπάιντεν.
Αυτό ακριβώς προσπάθησε να εξαγγείλει και η ίδια η Τζάνετ Γέλεν. Επιμένει ότι το ισχύον καθεστώς μπορεί να μείωσε σημαντικά την φορολογία των εταιριών αλλά αυτό δεν μεταφράστηκε σε παραπάνω επενδύσεις. Και η αιτία ήταν κατά τη Γέλεν ότι καθώς οι ΗΠΑ μείωναν τη φορολογία των επιχειρήσεων, άλλες χώρες έσπευδαν να μειώσουν ακόμη περισσότερο τη δική τους φορολογία για να μπορέσουν να προσελκύσουν εταιρείες και επενδύσεις, με αποτέλεσμα να διαμορφώνεται ένας «αγώνας δρόμου προς τα κάτω».
Η Γέλεν επιμένει ότι εάν δεν ληφθούν μέτρα θα φύγουν από τις ΗΠΑ μέσα στα επόμενα 10 χρόνια πάνω από 2 τρισεκατομμύρια δολάρια από τη φορολογική βάση. Το αποτέλεσμα είναι ότι μπορεί οι αμερικανικές επιχειρήσεις να πληρώνουν λιγότερους φόρους αλλά θα πληρώσουν το κόστος, καθώς το αμερικανικό κράτος θα έχει λιγότερα έσοδα για να μπορεί να επενδύσει σε αεροδρόμια, δρόμους, γέφυρες, δίκτυα, εκπαίδευση, έρευνα και ανάπτυξη. Κατά συνέπεια η αύξηση στη φορολογία που προτείνει η αμερικανική κυβέρνηση και η οποία συνολικά αναμένεται να σημαίνει 2,5 τρισεκατομμύρια επιπλέον φορολογία στα επόμενα 15 χρόνια, παρουσιάζεται ως μια γενναία επένδυση στην αμερικανική ανταγωνιστικότητα και ανάπτυξη.
Ως προς το διεθνή συντονισμό, οι προτάσεις των ΗΠΑ παρουσιάστηκαν στο πλαίσιο των διαπραγματεύσεων στον ΟΟΣΑ για τη διεθνή φορολογία, διαπραγματεύσεις που αφορούν δύο επίπεδα, από τη μια αυτό που αφορά τη φορολογία των μεγάλων πολυεθνικών επιχειρήσεων και από την άλλη μια συμφωνία για έναν παγκόσμιο ελάχιστο κατώτερο φορολογικό συντελεστή, που οι ΗΠΑ προτείνουν να είναι στο 21%. Δηλαδή προτείνουν να ισχύει και διεθνώς το ποσοστό που θέλουν να επιβάλουν ως φορολογία για τα κέρδη αμερικανικών επιχειρήσεων που επαναπατρίζονται.
Κομβική πλευρά της αμερικανικής πρότασης είναι το να πληρώνουν όλες οι πολυεθνικές εταιρείες, με ετήσια παγκόσμια εισοδήματα άνω των 20 δισεκατομμυρίων δολαρίων μια μορφή εταιρικού φόρου οπουδήποτε πωλούν τα εμπορεύματα ή τις υπηρεσίες τους. Αυτό επικεντρώνει στις 100 περίπου μεγαλύτερες επιχειρήσεις παγκοσμίως που περιλαμβάνουν και ορισμένους από τους ψηφιακούς γίγαντες όπως είναι Facebook και η Google. Η Ουάσιγκτον κάνει σαφές ότι εάν εφαρμοστεί ένας τέτοιος φόρος, που χρειάζεται έναν τρόπο υπολογισμού του πώς κατανέμονται τα εισοδήματα και η φορολογία, θα πρέπει χώρες όπως π.χ. η Γαλλία και η Μεγάλη Βρετανία να καταργήσουν τους φόρους στις ψηφιακές υπηρεσίες που έχουν καθιερώσει και βάζουν στο στόχαστρο αμερικανικές επιχειρήσεις.