Ναυτιλία: Θηλιά για την ακτοπλοΐα το κόστος καυσίμων
Από 10% έως 20% χαμηλότερα σε σύγκριση με το 2019 εκτιμάται πως θα κινηθεί τη φετινή χρονιά η ακτοπλοϊκή επιβατική κίνηση. Ηδη, τους πρώτους τέσσερις μήνες του 2022 το ακτοπλοϊκό μεταφορικό έργο επιβατών ήταν μειωμένο κατά περίπου 20%, ενώ οι προοπτικές για τους επόμενους μήνες δεν δείχνουν ότι θα φτάσει στα επίπεδα του 2019, με δεδομένο πως οι προκρατήσεις για το τρίτο τρίμηνο του έτους κινούνται ακόμα χαμηλότερα από τις αντίστοιχες του 2019. Οπως λέει μιλώντας στα «ΝΕΑ Σαββατοκύριακο» ο πρόεδρος του Συνδέσμου Επιχειρήσεων Επιβατηγού Ναυτιλίας Σπύρος Πασχάλης, η δουλειά των groups έχει σχεδόν χαθεί ως απόρροια των δύο ετών κορωνοϊού και σημαντικές αγορές, όπως η κινεζική, παραμένουν ακόμα κλειστές, ενώ την ίδια στιγμή η μεταφορά φορτίων κινείται περίπου στα ίδια επίπεδα με το 2019. Ο μεγάλος πονοκέφαλος όμως για την ακτοπλοΐα δεν είναι η μειωμένη κίνηση αλλά η μεγάλη αύξηση του κόστους των καυσίμων που έχει υποχρεώσει τις εταιρείες να προχωρήσουν σε απανωτές αυξήσεις των τιμών στα ακτοπλοϊκά εισιτήρια.
«Το κόστος καυσίμων σε κανονικές περιόδους αποτελούσε το 30%-35% των λειτουργικών δαπανών των πλοίων κατά μέσο όρο. Με τις αυξήσεις των τιμών των καυσίμων που βλέπουμε, αρχής γενομένης από το τέταρτο τρίμηνο του 2021 και όλο το 2022, έχουμε φτάσει σε σημείο σήμερα να είναι υπερδιπλάσιες από την αντίστοιχη περσινή περίοδο, εκτοξεύοντας το κόστος καυσίμων στο 60%-70% των λειτουργικών δαπανών των πλοίων», εξηγεί ο Σπύρος Πασχάλης. «Οπως αντιλαμβάνεστε», συνεχίζει, «είναι αδύνατο για τις ιδιωτικές ακτοπλοϊκές επιχειρήσεις να απορροφήσουν αυτό το επιπλέον κόστος, παρά τις προσπάθειες μετριασμού που έκαναν μέσω μείωσης ταχυτήτων, μείωσης ή συγχώνευσης κάποιων δρομολογίων και περιορισμού άλλων λειτουργικών δαπανών».
Οι ναύλοι
Η αύξηση των ναύλων είναι για τον πρόεδρο του ΣΕΕΝ «το τελευταίο μέτρο που χρησιμοποιήθηκε για τη διασφάλιση της βιωσιμότητας του κλάδου», και όμως «σε καμία περίπτωση δεν φαίνεται να είναι αρκετή για να καλύψει το επιπλέον κόστος καυσίμων που αντιμετωπίζουν οι επιχειρήσεις του κλάδου μας». Ωστόσο, όπως λέει, οι αυξήσεις δεν μπορεί να είναι χωρίς όρια καθώς «δεν επιθυμούμε να πληγεί η ζήτηση των ευαίσθητων υπηρεσιών μας». Σε κάθε περίπτωση «οι αυξήσεις στις τιμές πώλησης των υπηρεσιών μας δεν διαφέρουν από τις αυξήσεις που βλέπουμε στις τιμές πώλησης αγαθών και υπηρεσιών σε άλλους κλάδους της οικονομίας».
Ο Σπύρος Πασχάλης αντικρούει επίσης την κριτική ότι οι ακτοπλοϊκές εταιρείες λαμβάνουν οικονομική ενίσχυση από την πολιτεία μέσω των μισθωμάτων των «άγονων» γραμμών. Οπως εξηγεί, «οι επιδοτήσεις (μισθώματα) για την εκτέλεση γραμμών δημόσιας υπηρεσίας (άγονες γραμμές) που καταβάλλει εν τέλει ο έλληνας φορολογούμενος για την εξασφάλιση της ακτοπλοϊκής σύνδεσης μικρών και απομακρυσμένων νησιών με την ηπειρωτική Ελλάδα και μεταξύ τους, υφίστανται γιατί αυτές οι συνδέσεις δεν έχουν ικανοποιητικό μεταφορικό έργο (μόλις το 5% του συνόλου) ώστε να δραστηριοποιηθούν ελεύθερα (άνευ μίσθωσης) τα πλοία». Επίσης σημειώνει ότι «τα μισθώματα μετά βίας αρκούν ώστε να καλύψουν μέρος των λειτουργικών δαπανών των πλοίων».
Τα κονδύλια
Επίσης τα κονδύλια αυτά μοιράζονται σε πάνω από 50 πλοία διαφόρων μεγεθών, ενώ σημειώνει ακόμη ότι με τις τρέχουσες τιμές των καυσίμων οι λειτουργικές δαπάνες των πλοίων που εκτελούν αυτές τις συνδέσεις έχουν επίσης αυξηθεί κατακόρυφα, χωρίς ταυτόχρονα να έχουν αυξηθεί τα μισθώματα ούτε τα εισιτήρια που καθορίζονται από το κράτος. Πρόσφατα, μάλιστα, ο ΣΕΕΝ έστειλε επιστολή στο υπουργείο Ναυτιλίας, όπως αποκαλύπτει ο Σπύρος Πασχάλης, αιτούμενος την αύξηση των μισθωμάτων και την επανεξέταση των σχετικών ρυθμίσεων για την έγκαιρη καταβολή των μισθωμάτων ενόψει των διαγωνισμών ανάθεσης δημόσιας υπηρεσίας για το επόμενο έτος που σύντομα θα προκηρυχτούν.