Μεταπολίτευση: Πόσο και πώς άλλαξε η ελληνική οικονομία
Γράφει ο Κώστας Μελάς
Η διατύπωση του ερωτήματος επιτρέπει να απαντήσουμε ευθέως, χωρίς να αναλωθούμε σε πληθώρα αξιολογικών κρίσεων: η ελληνική οικονομία έχει μεταβληθεί πολύ, κάτι που φαίνεται δια γυμνού οφθαλμού, δεδομένου ότι έστω και ως καταναλώτρια τεχνολογίας έχει ενσωματώσει σε μεγάλο βαθμό μέρη της νέας τεχνολογίας που κυριαρχεί σε παγκόσμιο επίπεδο. Με δεδομένο ότι μόνο στην εξέλιξη της τεχνολογίας μπορούμε να διατυπώσουμε αντικειμενικά κριτήρια προόδου από τη στιγμή που αυτή ενσωματώνεται και χρησιμοποιείται στην οικονομική διαδικασία διακρίνουμε και αλλαγές σε αυτήν.
Παράλληλα η ένταξή της Ελλάδος , αρχικά στην ΕΟΚ και στη συνέχεια στην Ευρωζώνη, σιγά αλλά σταθερά, έχει μεταβάλλει άρδην το θεσμικό πλαίσιο εντός του οποίου λειτουργεί η ελληνική οικονομία. Η ασκηθείσα καθ’ όλη τη συγκεκριμένη περίοδο οικονομική πολιτική εξυπηρέτησε αποκλειστικά την επίτευξη του βασικού και κυρίαρχου στόχου, της ένταξης της χώρας στον «σκληρό πυρήνα» της Ευρώπης και του εθνικού νομίσματος στη ζώνη του ευρώ. Στη συνέχεια όλες οι κυβερνητικές προσπάθειες επικεντρώθηκαν στη λειτουργία της ελληνικής οικονομίας εντός της οικονομίας της ευρωζώνης.
Η σταθερή προσαρμογή των παραγωγικών σχέσεων της ελληνικής οικονομίας στα αντίστοιχα πρότυπα που καθορίζει η πολιτικοϊδεολογική κυριαρχία της Ευρωπαϊκής Ένωσης οδήγησε με τρόπο νομοτελειακό, υπό μια έννοια, και στην αντίστοιχη προσαρμογή των παραγωγικών δυνάμεων, συμβάλλοντας στη διαμόρφωση νέων συνθηκών υλικής παραγωγής. Η συμμετοχή των τριών κλάδων της οικονομίας –πρωτογενούς, δευτερογενούς και τριτογενούς– υπέστη διαφοροποιήσεις, με αποτέλεσμα ο τριτογενής τομέας της οικονομίας να διογκωθεί περαιτέρω εις βάρος των δύο άλλων. Η αποβιομηχάνιση της χώρας και η σταδιακή εγκατάλειψη της αγροτικής παραγωγής αποτελούν τα απτά αποτελέσματα της ασκηθείσας οικονομικής πολιτικής. Ο τουρισμός αναδεικνύεται σε βασικό πόλο οικονομικής συσσώρευσης.
Η οικονομική δραστηριότητα μέσω των ιδιωτικών επενδύσεων -βοηθουσών και των ιδιωτικοποιήσεων και των δημοσίων επενδύσεων- επικεντρώθηκε κυρίως στον τομέα των κατασκευών και των Μεγάλων Έργων, στη Νέα Οικονομία της Πληροφορικής και του Διαδικτύου, στον χώρο των Μέσων Επικοινωνίας, στη Διαφήμιση, στη Χρηματοπιστωτική Αγορά, και στον Τουρισμό. Παράλληλα οι ιδιωτικοποιήσεις επεκτάθηκαν όχι μόνο στους χώρους της κρατικής επιχειρηματικότητας αλλά και σε χώρους που θεωρούνταν παραδοσιακά αποκλειστικής παραγωγής δημοσίων αγαθών, όπως η παιδεία και υγεία, με αποτέλεσμα την ανάπτυξη σημαντικής επιχειρηματικής δράσης και σ’ αυτούς τους χώρους. Όλα αυτά στο όνομα του εκσυγχρονισμού της οικονομίας και της αλλαγής του παραγωγικού υποδείγματος της χώρας.
Η κρίση αθέτησης πληρωμών έθεσε με απότομο τέλος σε όλη αυτή τη διαδικασία και οδήγησε στα δεκαετή μνημόνια με στόχο τη δημοσιονομική προσαρμογή της ελληνικής οικονομίας και την αλλαγή του παραγωγικού υποδείγματος. Για το τελευταίο έχω την εντύπωση ότι τα αποτελέσματα ήταν απολύτως πενιχρά.
Δυστυχώς η πολυπόθητη αλλαγή του παραγωγικού υποδείγματος, που ποτέ δεν έλαβε συγκεκριμένη μορφή, – και όταν έλαβε αποτελούσε θεωρητική άσκηση επί χάρτου- αλλά γενικά και αόριστα ήταν στα χείλη όλων, δεν ήταν τίποτε περισσότερο από τη συνέχιση του παλαιού υποδείγματος με νέο λούστρο που αφήνει όμως να διαφανούν ευκρινώς τα χαρακτηριστικά του: στο διεθνή καταμερισμό εργασίας η Ελλάδα όλο και περισσότερο κατατάσσεται μεταξύ των χωρών μεσαίας τεχνολογικής εξειδίκευσης , με βασική παραγωγική δυνατότητα την παροχή υπηρεσιών τουρισμού και real estate , με χαμηλούς μισθούς στο μεγάλο τμήμα του πληθυσμού , χαμηλή παραγωγικότητα και διεθνή ανταγωνιστικότητα που κυρίως στηρίζεται στο χαμηλό κόστος εργασίας σε σχέση με τους εμπορικούς εταίρους της χώρας.
Πηγή: ΟΤ