Η Ελλάδα μπορεί να ετοιμάζεται για βουλευτικές εκλογές, όμως η νομισματική πολιτική της χώρας μας, όποιο και αν είναι το αποτέλεσμα, χαράσεται από την ΕΚΤ που κατευθύνει τα επιτόκια και τον πληθωρισμό βάσει των μακροοικονομικών δεδομένων,
Αυτή την στιγμή με βάση τα στοιχεία τριμήνου του 2019, η ανάπτυξη στην Ευρωζώνη είναι αναιμική καθώς ανήλθε μόλις στο 0.4% γεγονός που υποδηλώνει ανησυχητικές τάσεις για την πορεία του τρέχοντος έτους και τα προβλήματα που έχει να αντιμετωπίσει η Ένωση.
Πιο συγκεκριμένα, ενώ η ΕΚΤ σχεδίαζε αρχικά λόγω και της απομάκρυνσης από την οικονομική κρίση να αυξήσει τα επιτόκια σταδιακά, τερματίζοντας μάλιστα τις μηνιαίες αγορές ομολόγων με το πρόγραμμα QE, αυτό πλέον δεν είναι εφικτό, καθώς τόσο η ανάπτυξη όσο και ο δομικός πληθωρισμός που βρίσκεται κάτω από το όριο του 2%, επιβάλλει ουσιαστικά την διατήρηση των αρνητικών επιτοκίων αποδοχής καταθέσεων.
Αυτό το γεγονός έχει πολλαπλές συνέπειες και για την Ελλάδα και το ελληνικό τραπεζικό σύστημα, καθώς από την μία είναι πιθανό τα αρνητικά επιτόκια στην μακροχρόνια περίοδο να επηρεάσουν την κερδοφορία των τραπεζών, πιέζοντας προς τα κάτω το μέγεθος των καταθέσεων μέσω προτίμησης ρευστών διαθεσίμων, από την άλλη όμως ενδέχεται μέσω του χαμηλότερου κόστους δανεισμού, να αυξήσουν την ζήτηση για επενδύσεις και να χορηγήσουν τελικά οι τράπεζες περισσότερα και ποιοτικότερα δάνεια, δημιουργώντας νέο απόθεμα ρευστότητας με συνέπεια να αυξηθούν και οι καταθέσεις μέσω της αποταμίευσης των επιχειρήσεων.
Είναι σίγουρα αμφίβολο, το που θα οδηγήσουν οι αντίρροπες αυτές δυνάμεις στην ελληνική αλλά και στην ευρωπαϊκή οικονομία, καθώς τα χαμηλά επιτόκια, μειώνουν και την ζήτηση χρήματος με αποτέλεσμα να χάσουν την δυναμική τους οι ελληνικές εξαγωγές, αν τελικά η μηδενική ανάπτυξη στην Ευρωζώνη επεκταθεί σε αρκετά κράτη και δημιουργήσει νέες ανισότητες στα εμπορικά ισοζύγια των κρατών μελών.
Σε κάθε περίπτωση, απαιτείται σύνεση και παρακολούθηση των εξελίξεων, τόσο από την κυβέρνηση όσο και από την ΤτΕ και το τραπεζικό σύστημα, ώστε να ληφθούν τα κατάλληλα μέτρα ενίσχυσης της ρευστότητας, χωρίς την εξάρτηση του ELA και με την συνέχιση όλων των δομικών κινήσεων, για την μείωση των NPEs που θα επαναφέρει τις τράπεζες σε σημαντική οργανική κερδοφορία, δημιουργώντας έτσι και υπεραξία για την ελληνική οικονομία συνολικά.
In.gr- Μελέτης Ρεντούμης οικονομολόγος τραπεζικός