Λίβανος : Τσακισμένοι από την κρίση οι πολίτες εγκαταλείπουν τη χώρα
Η καταστροφική έκρηξη στο λιμάνι της Βηρυτού τον Αύγουστο, ήταν το τελειωτικό χτύπημα για πολλούς κατοίκους του Λιβάνου που είχαν ήδη υποφέρει από τις αλλεπάλληλες οικονομικές κρίσεις. Η μεσαία τάξη βυθίστηκε στη φτώχεια και οι φτωχοί στην απελπισία, με πολλούς πολίτες να εγκαταλείπουν τη χώρα και εκείνους που μένουν να παλεύουν για την επιβίωσή τους.
Οι Λιβανέζοι έχουν στραφεί σε πολλές περιπτώσεις στη μετανάστευση για να αντιμετωπίσουν τις κρίσεις, στέλνοντας δισεκατομμύρια στην πατρίδα τους με τη μορφή εμβασμάτων και σώζοντας έτσι την εθνική τους οικονομία. Τώρα, άλλη μια μεγάλη έξοδος βρίσκεται σε εξέλιξη.
Ροές μεταναστών
Όπως εξηγεί ο Πίτερ Ίνγκεα, ιδιοκτήτης εταιρείας μεταφορών, στη Wall Street Journal, από την έκρηξη της 4ης Αυγούστου η εταιρεία του έχει κληθεί να αναλάβει τουλάχιστον μία ή δύο μεταναστεύσεις στο εξωτερικό την ημέρα. Κατά τη διάρκεια του ίδιου διαστήματος το 2019, η συχνότητα περιοριζόταν στις μία ή δύο την εβδομάδα. «Δεν έχουμε σταματήσει», δηλώνει ο ίδιος. Σχεδόν όλοι οι πελάτες του έχουν διπλή υπηκοότητα ή καταθέσεις στο εξωτερικό. Για άλλους, η φυγή είναι πιο δύσκολη – ιδίως από τη στιγμή που η πανδημία έχει δυσκολέψει τις μετακινήσεις εκτός συνόρων.
Η υπηρεσία που είναι υπεύθυνη για την ασφάλεια των λιβανέζικων συνόρων πρόσφατα αποκάλυψε δίκτυο που λειτουργούσε στο αεροδρόμιο της Βηρυτού, περνώντας ανθρώπους παράνομα στην Ισπανία.
Επικίνδυνο ταξίδι προς την Κύπρο
Οι πιο απελπισμένοι μπαίνουν σε βάρκες που κατευθύνονται προς την Κύπρο. Πρόκειται για ένα πολύ επικίνδυνο θαλάσσιο ταξίδι, που μέχρι φέτος αποτελούσε την τελευταία επιλογή των προσφύγων που δραπέτευαν από τον πόλεμο στη γειτονική Συρία. Σύμφωνα με τον ΟΗΕ, 30 λέμβοι μεταναστών αναχώρησαν από τον Λίβανο προς την Κύπρο μεταξύ Ιουλίου και Οκτωβρίου. Αν και η πλειοψηφία των επιβαινόντων είχαν συριακή καταγωγή, η δεύτερη μεγαλύτερη ομάδα αποτελούνταν από Λιβανέζους.
Πολλοί κάτοικοι αισθάνονται εγκλωβισμένοι στον Λίβανο. Ο Ραμί Ζαχρ, ένας 32χρονος DJ που έχει μείνει άνεργος από τη στιγμή που ο κοροναϊός και η οικονομική κρίση «σκότωσαν» τη νυχτερινή ζωή της Βηρυτού, θα ήθελε πολύ να μπορεί να φύγει. Όμως η τραπεζική κρίση δεν του επιτρέπει να σηκώσει αρκετά χρήματα ώστε να εγκαταλείψει τη χώρα. «Έχουμε κολλήσει εδώ επειδή τα χρήματά μας είναι παγιδευμένα», εξηγεί στη WSJ.
Ελάχιστοι πιστεύουν ότι η κατάσταση στον Λίβανο θα σημειώσει σύντομα βελτίωση.
Οικονομία στα τάρταρα
Η οικονομία προβλέπεται να συρρικνωθεί κατά 25% για τη φετινή χρονιά, σύμφωνα με το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Οι εισαγωγές έχουν μειωθεί στο μισό, επειδή η αγοραστική δύναμη των Λιβανέζων έχει ελαχιστοποιηθεί από την κατάρρευση του τοπικού νομίσματος, το οποίο στη διάρκεια της χρονιάς έχει χάσει περισσότερο από το 80% της αξίας του σε σχέση με το δολάριο.
Λαμβάνοντας υπόψη τον πληθωρισμό, το ΔΝΤ υπολογίζει ότι το ΑΕΠ θα συρρικνωθεί από τα $14.500 για το έτος 2019, σε $10.900 για το 2020.
«Δεν πρόκειται απλώς για μια οικονομική κρίση, δήλωσε ο πρώην υπουργός εργασίας Σαρμπέλ Ναχάς, ο οποίος πλέον ηγείται πολιτικής ομάδας που διεκδικεί πλήρη αναδιαμόρφωση του πολιτικού συστήματος. «Ολόκληρο το θεσμικό πλαίσιο της κοινωνίας και της οικονομίας έχει καταρρεύσει».
Στρατιές πεινασμένων στις τράπεζες τροφίμων
Οι υπάλληλοι γραφείου που έχασαν τις δουλειές ή το εισόδημά τους πλέον πηγαίνουν στις τράπεζες τροφίμων για να καταφέρουν να βάλουν φαγητό στο τραπέζι τους. «Δεν υπάρχει πια μεσαία τάξη», εξηγεί η Σόχα Ζάιτερ, επικεφαλής της λιβανέζικης τράπεζας τροφίμων, μιλώντας στη WSJ.
Το κρέας έχει μετατραπεί σε σπάνια πολυτέλεια. Οι ιδιοκτήτες μπαρ αναφέρουν ότι οι πελάτες τους έχουν πάψει πια να παραγγέλνουν οτιδήποτε πέρα από μπύρα και το τοπικό ποτό «αράκ».
Με τα αποθέματά της να εξαντλούνται, η κεντρική τράπεζα του Λιβάνου έχει προειδοποιήσει ότι δεν θα μπορέσει να συνεχίσει να επιδοτεί το κόστος των εισαγόμενων καυσίμων, φαρμάκων, αλλά και ορισμένων τροφίμων, γεγονός που οδήγησε τόσο σε άδειασμα των ραφιών όσο και σε αισχροκέρδεια.
Άνοδος της εγκληματικότητας
Οι πλούσιοι δημιουργούν οχυρά γύρω από τις κατοικίες τους, προκειμένου να προστατευτούν από την αυξανόμενη εγκληματικότητα. Με την εμπιστοσύνη στις τράπεζες να έχει εξανεμιστεί, οι πολίτες κρύβουν τα χρήματά τους στο σπίτι.
Οι πωλήσεις συστημάτων συναγερμού, καμερών ασφαλείας και χρηματοκιβωτίων έχουν εκτοξευτεί σύμφωνα με τοπικές εταιρείες security. «Η απουσία του κράτους δεν επιτρέπει σε κανέναν να νιώθει ασφαλής», εξηγεί στη WSJ ο Ροστάμ Γιαμόκ, CEO εταιρείας security.
Τον περασμένο μήνα, οι Λιβανέζοι πολιτικοί ψήφισαν την επιστροφή του πρώην πρωθυπουργού Σαάντ Χαρίρι στην πρωθυπουργία του Λιβάνου για μια τέταρτη θητεία, σχεδόν ένα χρόνο αφού εξαναγκάστηκε σε παραίτηση από τους διαδηλωτές που πλημμύριζαν τους δρόμους του Λιβάνου, διαμαρτυρόμενοι εναντίον του πολιτικού κατεστημένου που κατά τη γνώμη τους ευθύνεται για τα δεινά της χώρας.
«Το μόνο που τους νοιάζει είναι η αυτοσυντήρησή τους»
Ο Χαρίρι έχει υποσχεθεί ότι θα επιτύχει την αποδέσμευση της ξένης βοήθειας που θα συμβάλει στην οικονομική ανάκαμψη. Λίγους μήνες νωρίτερα, η κυβέρνηση του Λιβάνου απέτυχε να φτάσει σε συμφωνία με το ΔΝΤ για τους όρους ενός προγράμματος διάσωσης πολλών δισεκατομμυρίων.
Η διεθνής κοινότητα και οι χώρες του Κόλπου, οι παραδοσιακοί χορηγοί του Λιβάνου, φαίνεται πως δεν έχουν πλέον τη διάθεση να επενδύσουν στη χώρα, από τη στιγμή που δεν έχουν δει τις παλαιότερες σχετικές κινήσεις τους να αποδίδουν. Η πολιτική ελίτ της χώρας, προς το παρόν δεν έχει διενεργήσει έρευνα για τις δαπάνες της, μια κίνηση που αντιμετωπίζεται γενικώς ως το πρώτο βήμα για ουσιαστικές μεταρρυθμίσεις.
Προτεραιότητα της πολιτικής ελίτ δεν είναι η επούλωση των πληγών της οικονομίας της χώρας, αλλά η αυτοσυντήρηση, σημειώνει ο Αλέν Μπιφανί, πρώην γενικός διευθυντής στο υπουργείο εμπορίου. Ο Μπιφανί παραιτήθηκε κατά τη διάρκεια της φετινής χρονιάς, ως ένδειξη διαμαρτυρίας για την πολιτική διαχείριση της οικονομικής κρίσης.
«Η μεσαία τάξη έχει συντριβεί»
«Αυτό που θέλουν είναι να δημιουργήσουν μια νέα κανονικότητα, δηλαδή μια χώρα που δεν μοιάζει καθόλου με το Λίβανο, με μια μεσαία τάξη που έχει συντριβεί ή έχει εξαναγκαστεί σε μετανάστευση», εξηγεί στη WSJ.
Ο Γιουσέφ Χαντάντ, εντατικολόγος στον Λίβανο, δεν μπορεί πλέον να βγει δυο φορές την εβδομάδα για φαγητό με την οικογένειά του, ούτε να απασχολεί οικιακή βοηθό, όπως συνήθιζε. Η σύζυγός του – που επίσης είναι γιατρός – αναγκάστηκε να περιορίσει τις ώρες εργασίας της σε μερική απασχόληση, προκειμένου να φροντίσει τα δύο παιδιά τους, μειώνοντας ακόμη περισσότερο τα οικογενειακά εισοδήματα.
«Ο τρόπος ζωής μας έχει αλλάξει», τονίζει ο Χαντάντ. «Πρέπει να σκεφτούμε καλά πριν ξοδέψουμε έστω και ένα δολάριο».
Πολλοί από τους συναδέλφους του έχουν ήδη μεταναστεύσει στη Γαλλία. Όμως ο ίδιος δεν θέλει να ξεριζώσει την οικογένειά του και να ξεκινήσει την καριέρα του από την αρχή, ειδικά από τη στιγμή που το 80% των αποταμιεύσεών του βρίσκεται «παγωμένο» σε τραπεζικούς λογαριασμούς της χώρας.
Ελλείψεις σε φάρμακα
Ορισμένα φάρμακα έχουν εξαφανιστεί από τα ράφια των φαρμακείων καθώς οι Λιβανέζοι σπεύδουν να δημιουργήσουν αποθέματα, για την περίπτωση που το κράτος σταματήσει να καλύπτει μέρος της αξίας τους και οι τιμές τους ανέβουν. Ο Μάζντ Ντααμπούλ εξηγεί στη WSJ ότι επισκέφθηκε 39 φαρμακεία μέσα σε τρεις μέρες, οδηγώντας κατά μήκος της λιβανέζικης ακτογραμμής αλλά και στα βουνά της ενδοχώρας, για να εξασφαλίσει τα αναγκαία φάρμακα για το άσθμα του.
Ο 32χρονος social media manager, στο παρελθόν αρνούνταν προτάσεις για εργασία στις χώρες του Κόλπου, ελπίζοντας ότι θα βρει μια δουλειά στην Ευρώπη, τη Βόρεια Αμερική ή την Αυστραλία. Τώρα θα άρπαζε κάθε ευκαιρία εξόδου από τη χώρα.
«Τι πρόκειται να μας συμβεί;»
Ορισμένοι θέτουν τον εαυτό τους σε κίνδυνο για να ξεφύγουν από τη σκοτεινή ατμόσφαιρα του Λιβάνου.
Ακόμη και πριν την οικονομική κρίση, ο Μοχάμεντ αλ-Γκαντούρ δυσκολευόταν να βρει δουλειά και να εξασφαλίσει τα γεύματα της συζύγου και των επτά παιδιών τους. Τον Αύγουστο, εναπόθεσε τις τελευταίες του ελπίδες και αποταμιεύσεις σε μια βάρκα που ξεκινούσε το επικίνδυνο ταξίδι προς την Κύπρο, με μόνο οδηγό ένα GPS.
Σε αντίθεση με άλλους, που έχασαν τη ζωή τους στη διαδρομή, η οικογένειά του ήταν τυχερή. Κατάφερε να διασχίσει με ασφάλεια τη Μεσόγειο – μόνο και μόνο για να απελαθεί μία εβδομάδα αργότερα από τις κυπριακές αρχές. Το γεγονός τον έριξε σε ακόμη βαθύτερη απελπισία:
«Είμαστε κάτω από το μηδέν», λέει από το σπίτι του στην Τρίπολη, τη φτωχότερη πόλη του Λιβάνου. «Αν η μεσαία τάξη δεν έχει τίποτα, σε εμάς τι πρόκειται να συμβεί;»