Κρίση αξιοπρεπούς διαβίωσης – Κάτω από 1000 ευρώ μικτά για έναν στους δύο εργαζόμενους
Γιατί τα συνδικάτα, που καλούν σε απεργία αύριο Τετάρτη, επιμένουν να μιλάνε για «κρίση αξιοπρεπούς διαβίωσης»; Μήπως δεν έχουν δει τις ανακοινώσεις του υπουργείου Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, ότι η Ελλάδα σημειώνει μια από τις μεγαλύτερες αυξήσεις εισοδημάτων στις χώρες του ΟΟΣΑ; Μήπως επιδίδονται κι αυτά σε «κοπτοραπτική» και «μηδενιστική κριτική», όπως κατηγορεί το ΥΠΕΘΟ τα ΜΜΕ που απλώς δημοσιοποίησαν την τελευταία έκθεση του ΟΟΣΑ για την ποιότητα ζωής στην Ελλάδα;
Μήπως οι εργαζόμενοι που ζητάνε Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας και αυξήσεις μισθών στο ύψος των αναγκών τους, είναι κι αυτοί μηδενιστές και αχάριστοι, ανακαλύπτοντας εκ των υστέρων «τις συνέπειες της δεκαετούς οικονομικής κρίσης», όπως γράφει η ανακοίνωση του υπουργείου;
Η απάντηση έρχεται – μεταξύ άλλων – και από την έρευνα του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ, που αποδεικνύει ότι το πραγματικό εισόδημα από εργασία (που σχετίζεται με την αγοραστική δύναμη του μισθού) όχι μόνο δεν αυξήθηκε, αλλά μειώθηκε κατά -8,3% το διάστημα 2019-2023, με τον ταχύτερο ρυθμό στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών (που μπορεί να περιλαμβάνει και άλλες πηγές, π.χ. εισπράξεις ενοικίων), επίσης μειώθηκε σημαντικά το 2019-2022, με βάση τον ΟΟΣΑ. Η κυβέρνηση υποστηρίζει ότι η ανάγνωση αυτή απομονώνει στοιχεία από την περίοδο της πανδημίας και της ενεργειακής κρίσης και δεν ανταποκρίνεται στη σημερινή κατάσταση που σημειώνεται βελτίωση. Ακόμα όμως και με τη βελτίωση, τον τελευταίο χρόνο υπάρχει ξανά υποχώρηση του εισοδήματος, κατά -1,7% σε ετήσια βάση (α’ τρίμηνο 2024 – σε αναμονή τελικών στοιχείων για το β’ τρίμηνο).
Κατώτατος μισθός
Αυτή την περίοδο το επιστημονικό ινστιτούτο της ΓΣΕΕ επεξεργάζεται μια νέα ανάλυση, για τα τελευταία δεδομένα της οικονομίας και της κοινωνίας και θα τεκμηριώσει την πρόταση για τη διαμόρφωση του κατώτατου μισθού το 2025.
Στις προτάσεις που έχει καταθέσει η ΓΣΕΕ προτείνει να λαμβάνονται υπόψιν σημαντικά κοινωνικά δεδομένα, όπως η απόκλιση του κατώτατου μισθού/ημερομισθίου από τον μισθό αξιοπρεπούς διαβίωσης, τον δείκτη σοβαρής υλικής και κοινωνικής στέρησης για το χαμηλότερο 20% της εισοδηματικής κατανομής των νοικοκυριών, τον δείκτη φτώχειας στην εργασία και τον δείκτη διανομής του εισοδήματος μεταξύ κερδών και μισθών.
Γιατί μιλάμε για «κρίση αξιοπρεπούς διαβίωσης»
Ο Γιώργος Αργείτης, επιστημονικός διευθυντής του ΙΝΕ-ΓΣΕΕ και καθηγητής στο τμήμα Οικονομικών Επιστημών του ΕΚΠΑ, μας εξηγεί ότι η κρίση αξιοπρεπούς διαβίωσης είναι συνέπεια τριών παραγόντων: Το ένα είναι η ακρίβεια που σωρευτικά έχει μειώσει την αγοραστική δύναμη των μισθών τα τελευταία τρία χρόνια. Το δεύτερο έχει να κάνει με τις πολύ υψηλές τιμές των ενοικίων. Το τρίτο είναι ότι οι όποιες αυξήσεις στους ονομαστικούς μισθούς είναι αναντίστοιχες με το ρυθμό αύξησης των τιμών.
Αν τα περισσότερα νοικοκυριά βιώνουν κρίση αξιοπρεπούς διαβίωσης – το περίφημο 65% που «μόλις τα βγάζει πέρα», ανάμεσα σε αυτά τα πιο ευάλωτα νοικοκυριά βιώνουν κυριολεκτικά κρίση διαβίωσης – αδυνατώντας να καλύψουν στοιχειώδεις ανάγκες.
«Θα πρέπει η δημόσια συζήτηση, να απομακρυνθεί από επικοινωνιακού τύπου στατιστικά μεγέθη όπως ο μέσος μισθός και να δούμε τις πραγματικές αμοιβές»
«Η αξιοπρεπής διαβίωση δεν είναι μια έννοια που ποσοτικοποιείται με έναν δείκτη. Συντίθεται από τους δείκτες υλικής στέρησης, που δείχνει για παράδειγμα αύξηση στα νοικοκυριά που δυσκολεύονται να πάνε μια εβδομάδα διακοπές ή να θερμάνουν επαρκώς το σπίτι τους το χειμώνα», μας λέει ο κ. Αργείτης.
Στην πιο απλή της εκδοχή, υπάρχει κρίση αξιοπρεπούς διαβίωσης όταν το μηνιαίο εισόδημα δεν επαρκεί για να «βγει ο μήνας». Είναι ο μισθός που τελειώνει στις 19 του μήνα για ένα στα δύο νοικοκυριά, όπως έχει καταγράψει έρευνα του ΙΜΕ-ΓΣΕΒΕΕ.
Η κατανομή των αμοιβών
Με βάση τα στοιχεία του ΕΦΚΑ, το ΙΝΕ-ΓΣΕΕ έχει καταγράψει τα εξής:
- Το 54% των εργαζομένων έχουν μηνιαίο ακαθάριστο εισόδημα (μικτός μισθός) κάτω από 1.000 ευρώ.
- Το 70% των εργαζομένων έχουν μηνιαίο ακαθάριστο εισόδημα κάτω από 1200 ευρώ.
- Το 81,2% κάτω από 1500 ευρώ.
«Θεωρούμε ότι όλος αυτός ο κόσμος βιώνει αξιοπρεπείς συνθήκες διαβίωσης; Υπάρχει άραγε κάποιος που το πιστεύει αυτό;», είναι το ερώτημα που τίθεται σύμφωνα με τον κ. Αργείτη.
Το υποθετικό ερώτημα αφορά τα 1500 ευρώ μικτά, στα οποία ισχυρίζεται η κυβέρνηση ότι θα φτάσει το επίπεδο του μέσου μισθού το 2027.
«Πιστεύει η κυβέρνηση ότι ένας μηνιαίος ακαθάριστος μισθός 1500 ευρώ θα διασφαλίζει συνθήκες αξιοπρεπούς διαβίωσης το 2027; Πολύ περισσότερο όταν ένα νοικοκυριό μπορεί να μην παίρνει καν αυτά τα χρήματα, ακόμα και αν δουλεύουν και τα δύο ενήλικα μέλης. Θα πρέπει η δημόσια συζήτηση, να απομακρυνθεί από επικοινωνιακού τύπου στατιστικά μεγέθη όπως είναι ο μέσος μισθός. Να δούμε τις πραγματικές αμοιβές, με βάση την κατανομή στην εισοδηματική κλίμακα», συμπληρώνει ο επιστημονικός διευθυντής του ΙΝΕ ΓΣΕΕ.
Ο μύθος του «μέσου μισθού»
Ο μέσος μισθός ειναι περίπου σαν τον μέσο άνθρωπο – μια στατιστική αφαίρεση που μας βοηθάει μεν να βγάζουμε γενικά συμπεράσματα, αλλά δεν επαρκεί για να αποτυπώσει την πλήρη εικόνα. Γι’αυτό και το ΙΝΕ-ΓΣΕΕ αναλύει τα εισοδήματα των μισθωτών ανά κατηγορία. Μπορεί ο μέσος μισθός σύμφωνα να ανέρχεται επισήμως στα 1252 ευρώ μικτά, αλλά σχεδόν επτά στους δέκα μισθωτούς του ιδιωτικού τομέα (πάνω από 1,6 εκατομμύρια άτομα) είναι κάτω από αυτό το όριο.
Αντίστοιχα, αν το ποσοστό όσων πληρώνονται με λιγότερα από 1000 ευρώ μειωθεί από το 52% στο 42%, αυτό θα ανεβάσει το μέσο μισθό στατιστικά. Και πάλι όμως ένα πολύ μεγάλο ποσοστό των εργαζομένων δεν θα μπορεί να ζήσει με αξιοπρέπεια, αν δεν βελτιωθούν οι πραγματικές συνθήκες διαβίωσης και η αγοραστική δύναμη του μισθού.
Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το ύψος των ενοικίων. Αν ένα ενοίκιο μέσο ενοίκιο στα αστικά κέντρα για μια οικογένεια είναι 600 με 700 ευρώ, απορροφά το 50% του υποθετικού μέσου μισθού του 2027 (1500 μικτά -1147 καθαρά).
Συλλογικες συμβάσεις εργασίας
Την ίδια στιγμή η ακρίβεια εξακολουθεί να αφαιμάζει το εισόδημα, αφού η επιβράδυνση του πληθωρισμού δε σημαίνει μείωση των τιμών, αλλά μικρότερες ανατιμήσεις. Η σωρευτική αύξηση των τιμών σε βάθος τετραετίας ξεπερνάει το 30% σε βασικά αγαθά, όπως τα τρόφιμα. Σε αυτό το πρόβλημα θα μπορούσαν να απαντήσουν οι Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας, εφόσον περιλαμβάνουν επαρκείς αυξήσεις μισθών – κατόπιν συλλογικής διαπραγμάτευσης – που θα υποχρεωτικές και δεσμευτικές. Σήμερα μόλις το 31% των εργαζομένων καλύπτεται εν δυνάμει από ΣΣΕ. Το πραγματικό ποσοστό είναι ακόμα χαμηλότερο, αφού πολλοί εργοδότες δεν δίνουν τις συμφωνηθείσες αυξήσεις, με τη δικαιολογία ότι δεν ανήκουν στην εργοδοτική ένωση που τις υπέγραψε. Ο στόχος της ΕΕ είναι να καλύπτεται τουλάχιστον το 80% των εργαζομένων από ΣΣΕ.