ΚΕΠΕ : Το κλειδί για την ανάσχεση των κόκκινων δανείων
Τα εμπειρικά δεδομένα έδειξαν πως μια πιθανή ύφεση λόγω του κοροναϊού, στους επόμενους μήνες, θα επιδράσει αρνητικά στις προσπάθειες μείωσης των Μη Εξυπηρετούμενων Δανείων (ΜΕΔ), προειδοποιεί (και) το ΚΕΠΕ.
Ωστόσο, όπως επισημαίνει, η σχετικά μικρή επίδραση του ύψους του δημοσίου χρέους στην αύξηση τους αποτελεί ένα ενθαρρυντικό μήνυμα προς τους υπεύθυνους χάραξης μιας περισσότερο παρεμβατικής πολιτικής στήριξης των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών.
Όπως εξηγεί κύριος μοχλός στήριξης της οικονομίας και ανάσχεσης των κόκκινων δανείων πρέπει να αποτελέσει η αύξηση των κρατικών δαπανών, ως βασικός στυλοβάτης του εισοδήματος σε περιόδους κρίσης με την παράλληλη μέριμνα για διατήρηση της χρηματοοικονομικής ευρωστίας των τραπεζών ως την αναγκαία γέφυρα για την «επόμενη μέρα» της ελληνικής οικονομίας».
Τα βασικά συμπεράσματα της ανάλυσης του ΚΕΠΕ
Ειδικότερα, το Κέντρο Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών (ΚΕΠΕ) δημοσιοποίησε την τέταρτη ανάλυση επικαιρότητας με τίτλο «Οι Επιπτώσεις στα Μη Εξυπηρετούμενα Δάνεια των Ελληνικών Τραπεζών εξαιτίας του COVID-19».
Η συγκεκριμένη ανάλυση είχε ως στόχο να ιχνηλατήσει την εξέλιξη στα μη εξυπηρετούμενα δάνεια των τραπεζών, δεδομένου ενός πιθανού σεναρίου ύφεσης της ελληνικής οικονομίας λόγω των έκτακτων συνθηκών που έχουν ενσκήψει κατόπιν της εξάπλωσης της πανδημίας του COVID-19 και στη χώρα μας.
Τα εμπειρικά δεδομένα έδειξαν πως μια πιθανή ύφεση λόγω του κορωναϊού στους επόμενους μήνες θα επιδράσει αρνητικά στις προσπάθειες μείωσης των ΜΕΔ (μη εξυπηρετούμενων δανείων), κυρίως μέσω του διαύλου της μείωσης της απασχόλησης η οποία αναμένεται να συνοδεύσει την πιθανή μείωση του ρυθμού μεταβολής του ΑΕΠ.
Ωστόσο, με δεδομένη τη δυσχέρεια στην ιδιωτική οικονομία, σε επίπεδο οικονομικής πολιτικής ως κύριος αντισταθμιστικός παράγοντας μπορεί να αναδειχθεί η αύξηση των κρατικών δαπανών για τη στήριξη της πραγματικής οικονομίας.
Αύξηση κρατικών δαπανών για τη «μεταπολεμική ανοικοδόμηση»
Στην περίπτωση της χώρας μας αυτό μπορεί να σημαίνει μείωση των απαιτούμενων πρωτογενών πλεονασμάτων του κρατικού προϋπολογισμού για όσο διάστημα απαιτείται, προκειμένου να στηριχθεί η οικονομία υπό έκτακτες συνθήκες, σχεδόν «μεταπολεμικής», ανοικοδόμησης.
Η σχετικά μικρή επίδραση του ύψους του δημοσίου χρέους στην αύξηση των ΜΕΔ αποτελεί ένα ενθαρρυντικό μήνυμα προς τους υπεύθυνους χάραξης μιας περισσότερο παρεμβατικής πολιτικής στήριξης των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών.
Επιπλέον, ο ρόλος του δημοσιονομικού ισοζυγίου και του ελλείμματος του κρατικού προϋπολογισμού σχετικά με την εξέλιξη των ΜΕΔ θα πρέπει να εκτιμηθεί σε συνδυασμό με την προσδοκώμενη θετική επίδραση των δημοσίων δαπανών στη στήριξη του εισοδήματος και του ΑΕΠ, τα οποία αποτελούν τον κύριο παράγοντα επίδρασης στα μη εξυπηρετούμενα δάνεια.
Από την άλλη πλευρά, η χρηματοοικονομική ευρωστία των τραπεζικών ιδρυμάτων, όπως τουλάχιστον αυτή αντανακλάται στη διατήρηση ισχυρής κεφαλαιακής επάρκειας των τραπεζών, αποτελεί τη δεύτερη σημαντική γραμμή άμυνας για την ανάσχεση νέων μη εξυπηρετούμενων δανείων όλων των κατηγοριών στο μέλλον, καθώς συμβάλλει στη διαφύλαξη της εμπιστοσύνης στο τραπεζικό σύστημα και στη χρηματοοικονομική σταθερότητα γενικότερα.
Τέλος, η αρνητική επίπτωση που θα έχουν πιθανές δυσμενείς μεταβολές στις τιμές των ακινήτων στα στεγαστικά ΜΕΔ είναι αναμενόμενη αλλά μικρή, ενώ η αύξηση των παρεχόμενων κινήτρων προς τα πιστωτικά ιδρύματα για ενίσχυση της πιστωτικής επέκτασης προς την οικονομία θα έχουν βραχυπρόθεσμα ευεργετική, αν και μικρή, επίδραση στη μείωση ή συγκράτηση της αύξησης των ΜΕΔ.
Επομένως, τον κύριο μοχλό στήριξης της οικονομίας και ανάσχεσης των ΜΕΔ πρέπει να αποτελέσει η αύξηση των κρατικών δαπανών, ως βασικός στυλοβάτης του εισοδήματος σε περιόδους κρίσης με την παράλληλη μέριμνα για διατήρηση της χρηματοοικονομικής ευρωστίας των τραπεζών ως την αναγκαία γέφυρα για την «επόμενη μέρα» της ελληνικής οικονομίας.