Κατεβαίνει ο πήχης της ανάπτυξης ως το 2025 – «Καμπανάκι» για τις εισαγωγές
Επιβράδυνση των ρυθμών ανάπτυξης από το 2023 και για τα επόμενα δύο χρόνια «βλέπει» το Ινστιτούτο Λεβί, ερευνητικό ίδρυμα που υπάγεται στο πανεπιστήμιο Μπαρντ της Νέας Υόρκης.
Συγκεκριμένα, το Ινστιτούτο εκτιμά ότι το ΑΕΠ θα αυξηθεί κατά 1,9% το 2023, 0,7% το 2024 και 1,7% το 2025, αποδίδοντας την απαισιόδοξη αυτή εικόνα «στην επιβράδυνση των ιδιωτικών καταναλωτικών δαπανών, στη σημαντική απώλεια παραγωγής λόγω των κλιματικών ζημιών από πλημμύρες και πυρκαγιές και την αδυναμία της κυβέρνησης να διαθέσει οικονομικούς πόρους για την ταχεία αντιμετώπισή τους, καθώς και στις καθυστερήσεις στην πρόοδο και ολοκλήρωση των έργων υποδομής που χρηματοδοτούνται από ευρωπαϊκά κονδύλια του Ταμείου Ανάκαμψης».
Στην ίδια έκθεση, πάντως, υπογραμμίζεται ότι παρά τη γεωπολιτική αστάθεια από τους συνεχιζόμενους πολέμους Ουκρανίας-Ρωσίας και Ισραήλ-Γάζας και τα υψηλότερα του αναμενόμενου ποσοστά πληθωρισμού, ιδίως στα βασικά αγαθά, η Ελλάδα κατάφερε να καταγράψει τους υψηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης το 2021 και το 2022 μεταξύ των κρατών μελών της Ευρωζώνης.
Παράλληλα το Ινστιτούτο κρούει τον κώδωνα του κινδύνου για την εξάρτηση της ελληνικής οικονομίας από τις εισαγωγές. «Η Ελλάδα, παρόλο που έχει ανακάμψει από την πανδημία, χρειάζεται να βελτιώσει το σύστημα υγείας και το εκπαιδευτικό της σύστημα, που είναι από τα πιο αδύναμα στην ΕΕ, να διευρύνει τη βάση απασχόλησης, να καθορίσει οικονομικούς τομείς που μπορούν να μειώσουν την εξάρτησή της από τις εισαγωγές, να επιταχύνει τη διαδικασία ψηφιακού μετασχηματισμού και να επικεντρωθεί στην οικολογικοποίηση της οικονομίας της», τονίζεται.
Προς περαιτέρω βελτίωση του λόγου χρέους προς ΑΕΠ
Το Ινστιτούτο Λεβί εκτιμά ότι οι εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών θα συνεχίσουν να καταγράφουν αυξήσεις, ιδίως στις δραστηριότητες που σχετίζονται με τον τουρισμό. Οι πλεονασματικοί προϋπολογισμοί της κυβέρνησης αναμένεται να κλείσουν με πρωτογενή και συνολικά πλεονάσματα, τα οποία σε συνδυασμό με τον σχετικά υψηλό πληθωρισμό θα αυξήσουν το ονομαστικό ΑΕΠ που με τη σειρά του θα βελτιώσει σημαντικά τον λόγο χρέους προς ΑΕΠ. Τα υψηλότερα φορολογικά έσοδα ωστόσο, άμεσα και έμμεσα και υποβοηθούμενα από τον πληθωρισμό, θα επιβαρύνουν τα εισοδήματα των νοικοκυριών μειώνοντας τις καταναλωτικές δαπάνες, που είναι η κύρια αιτία της μείωσης του ΑΕΠ.
Όσον αφορά την ανεργία, τα επίσημα στατιστικά στοιχεία της Elstat δείχνουν βελτιώσεις «παρόλο που οι εγγεγραμμένοι άνεργοι στην Έκθεση Εργάνη του Υπουργείου Εργασίας (2024) είναι πολύ υψηλότεροι από αυτούς που αναφέρει η Elstat (2024)». Εξάλλου, όπως υπογραμμίζει το Ινστιτούτο, «οι συγκριτικά χαμηλότεροι μισθοί σε συνδυασμό με τα παρατεταμένα ωράρια εργασίας αποτελούν αντικίνητρο για πολλά εξειδικευμένα άτομα που επιλέγουν να μεταναστεύσουν στο εξωτερικό για καλύτερες ευκαιρίες απασχόλησης σε συμφωνία με τις δεξιότητές τους ή να παραμείνουν προσωρινά άνεργοι». Έτσι, «οι εργοδότες καταφεύγουν στην πρόσληψη μεταναστών και προσφύγων. Η συνεχιζόμενη διαρροή των πιο οικονομικά παραγωγικών ατόμων αποτελεί μια ανησυχητική τάση, ιδίως στο πλαίσιο της συνολικής δημογραφικής δυναμικής της Ελλάδας, δεδομένης της γήρανσης του πληθυσμού.»
Προς ανάκαμψη της κρατικής κατανάλωσης
Η κρατική κατανάλωση αυξήθηκε αργά τα τελευταία τρία τρίμηνα, αλλά παρέμεινε σταθερά κάτω από το ποσοστό του πληθωρισμού. Η κρατική στήριξη της ατομικής κατανάλωσης κορυφώθηκε το πρώτο τρίμηνο του 2023 μειούμενη όμως τα δύο τελευταία τρίμηνα. Κατά τους ερευνητές του Ινστιτούτου, η συνδυασμένη αυτή συμπεριφορά υποδηλώνει μια τάση μείωσης της συνολικής κρατικής κατανάλωσης. Όπως τονίζεται, «λαμβάνοντας υπόψη τις διάφορες ανακοινώσεις της κυβέρνησης για την καθαρή αύξηση των δαπανών στους τομείς της υγείας και της εκπαίδευσης με τις νέες προσλήψεις γιατρών, νοσηλευτών και εκπαιδευτικών από το 2024, προβλέπουμε μια ανάκαμψη της κρατικής κατανάλωσης».
Αύξηση των κρατικών επενδύσεων
Οι κρατικές επενδύσεις αναμένεται να αυξηθούν σημαντικά από την υλοποίηση έργων που χρηματοδοτούνται από το Ταμείο Ανάκαμψης. «Πρόσφατα, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή μετά την αξιολόγησή της ενέκρινε την αποδέσμευση του τρίτου αιτήματος της Ελλάδας για την καταβολή 3,4 δισ. ευρώ -ένας συνδυασμός επιχορηγήσεων και δανείων. Αυτή η τρίτη πληρωμή θα προστεθεί στα ήδη ληφθέντα 11,1 δισ. ευρώ», αναφέρει το Ινστιτούτο Λεβί. «Τα διαθέσιμα στοιχεία από τους λογαριασμούς της γενικής κυβέρνησης δείχνουν αύξηση από το 2020 έως το 2021 κατά περίπου 1 δισ. ευρώ και από το 2021 έως το 2022 κατά περίπου 790 εκατ. ευρώ», τονίζεται. «Αν και οι μεταφορές αυτές θα συνεχιστούν ομαλά τους επόμενους μήνες του 2024, μένει να φανεί αν θα δαπανηθούν εγκαίρως. Προβλέπουμε ότι οι κρατικές επενδύσεις θα παραμείνουν σταθερές σε πραγματικούς όρους, αλλά υψηλότερες από τον μέσο όρο τους κατά την περίοδο πριν από την πανδημία Covid-19 κατά περίπου 500 εκατ. ευρώ ανά τρίμηνο.»
Κοινωνικές παροχές και επιδοτήσεις
Οι κοινωνικές παροχές αυξήθηκαν κατά 268 εκατομμύρια ευρώ το πρώτο τρίμηνο του 2023 (σε σχέση με το προηγούμενο τρίμηνο), αλλά στη συνέχεια μειώθηκαν κατά 333 εκατομμύρια ευρώ το δεύτερο τρίμηνο και κατά 24 εκατομμύρια ευρώ το τρίτο τρίμηνο, παρά την αύξηση του αριθμού των δικαιούχων. Για το τρέχον και το επόμενο έτος, το Ινστιτούτο Λεβί εκτιμά ότι οι κοινωνικές παροχές θα παραμείνουν σταθερές σε πραγματικούς όρους.
Όσο για τις επιδοτήσεις προς τις επιχειρήσεις, αποτέλεσαν σημαντική στήριξη για την άμβλυνση των επιπτώσεων της πανδημίας Covid-19 και διατηρήθηκαν σε υψηλό επίπεδο το 2022 αντισταθμίζοντας, κατά κάποιο τρόπο, τους αρνητικούς κραδασμούς από τις τιμές των εισαγωγών και κατ’ επέκταση τις επιπτώσεις στις εγχώριες τιμές. Πλέον έχουν επανέλθει στα προ του Covid επίπεδα τα τρία πρώτα τρίμηνα του 2023, ενώ οι ερευνητές εκτιμούν ότι θα παραμείνουν σταθερές σε ονομαστικούς όρους στο προ του Covid επίπεδα κατά τη διάρκεια της περιόδου προσομοίωσης.
Αυξήθηκαν τα έσοδα από τους έμμεσους φόρους
Τα έσοδα από τους έμμεσου φόρους αυξήθηκαν σημαντικά το 2022, με πρόσφατη έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής σχετικά με τις εισπράξεις έμμεσων φόρων να δείχνει ότι η Ελλάδα βελτιώνεται σημαντικά στον τομέα της μείωσης της απόστασης μεταξύ των θεωρητικά αναμενόμενων εσόδων από έμμεσους φόρους και των πραγματικών εσόδων που εισπράττονται. Η βελτιωμένη τάση, που ξεκίνησε το 2020, αναμένεται να βελτιωθεί ακόμη περισσότερο, δεδομένου ότι η Ελλάδα υστερεί πολύ σε σχέση με τον μέσο όρο της ΕΕ-27.
Πληθωρισμός και μισθοί
Το Ινστιτούτο Λεβί αναμένει ότι το εγχώριο επίπεδο τιμών θα αυξηθεί με ετήσιο ρυθμό 4% το τελευταίο τρίμηνο του 2023 και στη συνέχεια θα συγκλίνει προς το 2,6% από το πρώτο τρίμηνο του 2024 και μετά. Όσο για τους ονομαστικούς μισθούς, έχασαν έδαφος έναντι των τιμών το τρίτο τρίμηνο του 2023, ωστόσο οι ερευνητές υποθέτουν ότι θα συμβαδίζουν με τον πληθωρισμό από το τελευταίο τρίμηνο του 2023 και μετά.
Θα συνεχιστεί το ράλι στα ακίνητα
Κατά τα τρία τελευταία τρίμηνα του 2023, ο δείκτης της αγοραίας τιμής των κατοικιών αυξήθηκε κατά μέσο όρο κατά 8% ετησίως, αποτέλεσμα της αυξημένης ζήτησης από ξένους αγοραστές στο πλαίσιο του προγράμματος Golden Visa, καθώς και από θεσμικούς φορείς και Έλληνες κατοίκους. «Προβλέπουμε ότι η τιμή αυτή θα συνεχίσει να αυξάνεται, αν και με βραδύτερο ετήσιο ρυθμό 6%, μέχρι το τέταρτο τρίμηνο του 2024, και στη συνέχεια θα συγκλίνει αργά προς ένα ρυθμό αύξησης 2% για το υπόλοιπο της περιόδου προσομοίωσης», αναφέρεται στην έκθεση, στην οποίαν τονίζεται επίσης ότι το 2024 η απόκτηση μη παραγόμενων, μη χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων από αλλοδαπούς αναμένεται να συνεχιστεί, αλλά με βραδύτερο ρυθμό.
Ο αντίκτυπος της πλημμύρας στη Θεσσαλία
Σύμφωνα με πολλούς υπολογισμούς, οι πλημμύρες του Σεπτεμβρίου στην Περιφέρεια Θεσσαλίας και αλλού θα μειώσουν την εγχώρια κατανάλωση και κατ’ επέκταση θα αυξήσουν τις εισαγωγές αγαθών το δεύτερο εξάμηνο του 2023.
Η κυβέρνηση στον προϋπολογισμό που κατέθεσε στη Βουλή, για την αντιστάθμιση των επιπτώσεων των φυσικών καταστροφών συμπεριέλαβε μέτρα οικονομικής στήριξης που ανέρχονται σε περίπου 600 εκατ. ευρώ ετησίως αρχής γενομένης από το 2024. Το ποσό αυτό, σημειώνει το Ινστιτούτο Λεβί, είναι πολύ μικρό για να αντισταθμίσει το κόστος μόνο της πλημμύρας στη Θεσσαλία ύψους περίπου 2,8 δισεκατομμυρίων ευρώ, πόσο μάλλον όλων των άλλων περιβαλλοντικών καταστροφών του περασμένου καλοκαιριού. Όσο για τα 600 εκατ. ευρώ, αναμένεται να μεταφερθούν στον ιδιωτικό τομέα μέσω υψηλότερων επιδοτήσεων από το 2024 και μετά.
Προβλέψεις
Συνολικά, το ινστιτούτο Λεβί εκτιμά ότι η αύξηση της παραγωγής για το προηγούμενο έτος 2023 θα είναι χαμηλότερη από τις προβλέψεις της κυβέρνησης και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στο 1,9%, ενώ το τρέχον έτος και το επόμενο έτος η αύξηση του ΑΕΠ θα είναι 0,7% και 1,7% αντίστοιχα. Οι εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών θα συνεχίσουν να αυξάνονται, αλλά θα αντισταθμίζονται κατά κάποιο τρόπο από τις εισαγωγές, ενώ η ιδιωτική κατανάλωση θα επιβραδυνθεί λόγω της πιο περιορισμένης κρατικής στήριξης και της μειωμένης αγοραστικής δύναμης λόγω του αυξημένου επιπέδου τιμών των βασικών αγαθών.
Ο δημόσιος τομέας θα καταγράψει τόσο πρωτογενή όσο και συνολικά πλεονάσματα το 2023 και αυτά θα αυξηθούν περαιτέρω το 2024 και το 2025 μειώνοντας τον λόγο του χρέους προς το ΑΕΠ, αλλά εξακολουθούν να παραμένουν τα υψηλότερα μεταξύ των κρατών μελών της Ευρωζώνης.
Πηγή: ΟΤ