ΙΝΕ ΓΣΕΕ : Μείωση των ωρών εργασίας και των μισθών έφερε η πανδημία
Δραματικές είναι οι συνέπειες της υγειονομικής κρίσης στην αγορά εργασίας και στη ζωή των εργαζομένων, που είδαν εν μέσω έκρηξης της αβεβαιότητας και της ανασφάλειας μείωση μισθών.
Στο Δελτίο Οικονομικών Εξελίξεων το Ινστιτούτο Εργασίας της ΓΣΕΕ παρουσιάζει συνολικά τις επιπτώσεις της πανδημικής κρίσης στην αγορά εργασίας το 2020.
Όπως αναφέρει στην ανάλυση του, τα μέτρα κοινωνικής αποστασιοποίησης που έλαβαν το 2020 τα κράτη μέλη της Ευρωζώνης για την αντιμετώπιση της πανδημίας είχαν σοβαρό αντίκτυπο στην οικονομική δραστηριότητα, με αποτέλεσμα τη μείωση των συνολικών ωρών εργασίας.
Όπως φαίνεται στο Διάγραμμα 1 υπήρξαν σημαντικές αποκλίσεις όσον αφορά τη μεταβολή των ωρών εργασίας ανάμεσα στα κράτη μέλη, με τη μικρότερη ποσοστιαία μείωση να εντοπίζεται στη Φινλανδία 1,3% και τη μεγαλύτερη στην Ιταλία 13,5%.
Στην Ελλάδα οι ώρες εργασίας μειώθηκαν κατά 12,6%.
Υπολογίζοντας την απώλεια ωρών εργασίας με όρους χαμένων θέσεων πλήρους απασχόλησης, ο ILO εκτιμά ότι το κόστος στην Ελλάδα ήταν το 2020 ίσο με 492,9 χιλ. θέσεις πλήρους απασχόλησης.
Η απώλεια αυτή αντιστοιχεί στην απασχόληση περίπου του 10,7% του εργατικού δυναμικού, η οποία καλύφθηκε είτε μέσω της μείωσης του ωραρίου των μισθωτών είτε μέσω της εφαρμογής του μέτρου της αναστολής των συμβάσεων εργασίας, είτε μέσω της απόλυσής τους.
Σε μακροοικονομικό επίπεδο, η απώλεια αυτή των ωρών εργασίας αποκαλύπτει το αναπτυξιακό κόστος και τη χαμένη ευημερία από την πανδημική κρίση Επίσης, αναδεικνύει την τεράστια πίεση που θα ασκούσε η πανδημική κρίση σε βασικά μεγέθη της αγοράς εργασίας, αν δεν είχαν ληφθεί τα δημοσιονομικά μέτρα στήριξής της.
Επιπτώσεις στην απασχόληση
Αναφορικά με τις επιπτώσεις της πανδημίας στην απασχόληση, κύριο χαρακτηριστικό αποτελεί η μείωση των ωρών εργασίας για ένα μεγάλο ποσοστό των μισθωτών και ταυτόχρονα η αύξηση της υπερωριακής απασχόλησης για ένα άλλο μικρότερο.
Σύμφωνα με το Διάγραμμα 7 το ποσοστό των ατόμων που εργάστηκαν μεταξύ 40 και 47 ωρών σε εβδομαδιαία βάση μειώθηκε από 90% των μισθωτών το δ’ τρίμηνο του 2019 σε 60% το δ’ τρίμηνο του 2020.
Για το ίδιο διάστημα η αύξηση του ποσοστού των μισθωτών που εργάστηκαν λιγότερες από 39 ώρες ήταν 20% ενώ όσων εργάστηκαν πάνω από 48 ώρες 10%.
Επίπτωση της πανδημίας στις αποδοχές
Στην Ελλάδα ο μέσος ακαθάριστος μισθός μειώθηκε κατά 2,5% σε σχέση με το 2019 αποτελώντας τη δέκατη τέταρτη χειρότερη επίδοση στην Ευρωζώνη. Η εξέλιξη αυτή δεν επηρέασε την αγοραστική δύναμη του μέσου μισθού στην Ελλάδα, αφού το 2020 παρέμεινε σταθερή στην ίδια θέση με αυτή του 2019.
Οι κλάδοι στους οποίους η μείωση των μισθών ήταν εντονότερη είναι της γεωργίας, της μεταποίησης, των κατασκευών, του εμπορίου, της εστίασης, της παροχής καταλύματος και των μεταφορών, καθώς και των τεχνών και της ψυχαγωγίας.
Η κρίση ανά ηλικία
Η πανδημική κρίση δεν είχε την ίδια επίπτωση σε όλες τις ηλικίες σε επίπεδο εργασίας. Οι ηλικιακές ομάδες που επηρεάστηκαν εντονότερα ήταν οι ηλικίες 15 έως 19 ετών και 25 έως 29 ετών.
Ενώ στις υπόλοιπες ηλικιακές ομάδες το ποσοστό ανεργίας παραμένει σχετικά σταθερό, στις δύο αυτές ομάδες αυξάνεται σημαντικά.
Μεγάλη ήταν η αύξηση και για τις γυναίκες ηλικίας 25 έως 29 ετών, με το ποσοστό ανεργίας να αυξάνεται από 25% το δ’ τρίμηνο του 2019 σε 33% το δ’ τρίμηνο του 2020. Συνεπώς, η πανδημική κρίση ενισχύει την ανισότητα φύλου, ειδικότερα σε νέες ηλικίες, σε μια αγορά εργασίας η οποία χαρακτηρίζεται από ούτως ή άλλως υψηλή ανισότητα και κατακερματισμό.
Ο κατώτατος μισθός
Θετικά στέκεται το Ινστιτούτο στο ενδεχόμενο αύξησης του κατώτατου μισθού.
Όπως αναφέρει στο Δελτίο Οικονομικών Εξελίξεων «αν πράγματι θέλουμε να πετύχουμε μια πιο ανθεκτική και αποτελεσματική ανάκαμψη της οικονομίας, καθίστανται απολύτως αναγκαίες παρεμβάσεις που εγγυώνται την ασφάλεια του βιοτικού επιπέδου των εργαζομένων με επιλογές αύξησης του κατώτατου μισθού και του μέσου εισοδήματος και διασφάλισης και δημιουργίας θέσεων εργασίας. Πολύ σημαντική είναι επίσης η αύξηση της κοινωνικής προστασίας για όσους βρίσκονται στο κάτω μέρος της κατανομής του εισοδήματος. Αυτό θα ενίσχυε την κατανάλωση και τη δυναμική της ανάκαμψης».