Παρά την εικόνα της επιβράδυνσης που δόθηκε τις προηγούμενες μέρες για την ελληνική οικονομία μετά τη δημοσιοποίηση των χειμερινών εκτιμήσεων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, αρμόδια στελέχη του ΥΠΟΙΚ τόνιζαν ότι το θέμα της ανάκαμψης για το 2021 θα κριθεί από το δεύτερο τρίμηνο του χρόνου.
Υπενθυμίζεται ότι στις χειμερινές εκτιμήσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, λόγω της παράτασης των περιοριστικών μέτρων έως τις αρχές του 2021, αναθεωρήθηκε ο ρυθμός ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας για φέτος από 5% του ΑΕΠ, που προβλεπόταν τον περασμένο Νοέμβριο, στο 3,5% του ΑΕΠ, ενώ για το 2022 η πρόβλεψη για την ανάπτυξη αυξήθηκε στο 5% του ΑΕΠ, από 3,5% στις φθινοπωρινές προβλέψεις.
Ωστόσο, η σημείωση που βρίσκεται στις παρυφές της έκθεσης λέει ότι οι προβλέψεις δεν λαμβάνουν υπ’ όψιν τα κονδύλια από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, αφού ακόμη δεν έχει ενεργοποιηθεί.
Την ίδια ώρα, η Ελλάδα έχει υπολογίσει ότι το 2021 αναμένεται να εισρεύσουν από το Ταμείο κονδύλια ύψους 5,5 δισ. ευρώ, τα οποία κονδύλια εκτός Ελλάδας θα προστεθούν στο σύνολό τους στο ΑΕΠ. Η ομάδα που έχει αναλάβει το εθνικό σχέδιο ανάκαμψης έχει καταβάλει κάθε προσπάθεια σε επίπεδο προετοιμασίας ώστε τα χρήματα αυτά να έρθουν όλα και στην ώρα τους. Μάλιστα, στον στόχο για ανάπτυξη 4,8% του ΑΕΠ που έχει τεθεί στον Προϋπολογισμό, το 2,5% του ΑΕΠ εκτιμάται ότι θα προέλθει από τα κονδύλια του Ταμείου Ανάκαμψης. Συνεπώς, αν λειτουργούσε και το ΥΠΟΙΚ όπως και η Ε.Ε., η πρόβλεψη για τον ρυθμό ανάπτυξης το 2021 θα ήταν μόνο 2,3% του ΑΕΠ.
Ένα δεύτερο εργαλείο, που ασκεί μεν δημοσιονομικές πιέσεις, αλλά αποδίδει στον ρυθμό ανάπτυξης, είναι και τα μέτρα στήριξης επιχειρήσεων και νοικοκυριών. Τα μέτρα στήριξης ύψους 24 δισ. ευρώ που δόθηκαν το 2020 συγκράτησαν την ύφεση της οικονομίας κατά 7% του ΑΕΠ. Κατά την ίδια λογική, τα 7,5 δισ. που είχαν αρχικά υπολογιστεί για μέτρα στήριξης και πρόκειται να αυξηθούν αναμένεται να εισφέρουν τουλάχιστον 2,1% στην αύξηση του ΑΕΠ.
Συνεπώς, μόνο από τα κονδύλια του Ταμείου Ανάκαμψης και τα μέτρα στήριξης η οικονομία μπορεί να αναπτυχθεί με ρυθμό πάνω από 4% του ΑΕΠ. Ωστόσο, ο τελικός λογαριασμός της ανάπτυξης θα μπορεί να γίνει μόλις κάνει επανεκκίνηση η οικονομία. Κρίσιμο χρονικό σημείο για την άρση των περιορισμών θα είναι το τέλος του πρώτου τριμήνου.