Η εργασιακή επισφάλεια, η εξάρτηση από τον τουρισμό και οι πληγές στην αγορά εργασίας
Παρά τη φαινομενικά εντυπωσιακή μείωση της ανεργίας μέσα σε μια δεκαετία οι άνεργοι παραμένουν σημαντικά περισσότεροι σε σχέση με την έναρξη της κρίσης (387.900 το 2008 και 484.700 το 2009 έναντι 588.200 το 2022). Επιπροσθέτως, η χώρα μας κατείχε σταθερά από το 2013 έως και το 2021 τα υψηλότερα ποσοστά στην ΕΕ, καταδεικνύοντας το γεγονός ότι ποτέ η αγορά εργασίας δεν μπήκε σε τροχιά ουσιαστικής ανάκαμψης. ενώ ακόμη τα σημάδια από τις μνημονιακές αποφάσεις και πρακτικές είναι εμφανή.
Η «σκοτεινή πλευρά» της ανεργίας στην Ελλάδα έγινε αντικείμενο έρευνας τα συμπεράσματα της οποίας παρουσιάζονται σε πρόσφατη έκθεση της ερευνητικής ομάδας e-ResLab Aegean, του Εργαστηρίου Γεωγραφίας της Εργασίας του Πανεπιστημίου Αιγαίου.
Δύο άξονες προβληματικής
Κομβικό σημείο θεωρείται η περιοδική έρευνα εργατικού δυναμικού της ΕΛΣΤΑΤ για τον μήνα Σεπτέμβριο (2023). Μεταξύ άλλων, εκεί αναφέρεται πως η ανεργία έπεσε στο 10% από το 10.6% του προηγούμενου μήνα (Αύγουστος), ενώ γίνεται και μια σύγκριση με τον Σεπτέμβρη του προηγούμενου έτους (2022), οπότε και το σχετικό ποσοστό ανέρχονταν στο 12.2%.
Όπως αναφέρουν οι μελετητές του Πανεπιστημίου Αιγαίου, Άννα Σαρούκου και Κώστας Γουρζής «τα παραπάνω μεγέθη αφορούν μόνο έναν συγκεκριμένο μήνα (Σεπτέμβριο) και δεν αναφέρονται σε κάποιο ευρύτερο διάστημα (π.χ., τρίμηνο ή έτος). Μάλιστα, ο μήνας Σεπτέμβριος αποτελεί παραδοσιακά μέρος της τουριστικής περιόδου -και μάλιστα του πιο εντατικού τμήματός της-, ως εκ τούτου τα ποσοστά ανεργίας αναμενόμενα είναι χαμηλότερα εν συγκρίσει με άλλους μήνες του έτους λόγω της αύξησης της εποχικής απασχόλησης».
Τον Ιανουάριο του 2024 η ανεργία ανήλθε στο 10,4% και οι άνεργοι ανήλθαν σε 495.132 άτομα
Η παρατήρηση αυτή οδηγεί τους αναλυτές του e-ResLab Aegean «σε δύο άξονες προβληματικής. Αφενός, ότι τα μεγέθη της απασχόλησης, ιδωμένα για μήνες της τουριστικής περιόδου, δεν αρκούν για να δώσουν μια ασφαλή εικόνα της κατάστασης για το σύνολο του έτους. Αφετέρου, το ότι οι παραπάνω παρατηρήσεις δεν μπορούν να ιδωθούν ανεξάρτητα από το γεγονός ότι η εποχική απασχόληση σχετίζεται ευθέως με την εργασιακή επισφάλεια κατά το υπόλοιπο έτος, και συνεπώς, δεν δύναται να αποτελεί σημείο αιχμής μιας εύρωστης αγοράς εργασίας.»
Πράγματι, τέσσερις μήνες μετά, η ανεργία ανήλθε στο 10,4% και οι άνεργοι ανήλθαν σε 495.132 άτομα.
Παρά τη μεταπανδημική ταχεία ανάκαμψη η Ελλάδα, το α’ τετράμηνο του 2023, η Ελλάδα είχε το δεύτερο υψηλότερο ποσοστό ανεργίας στην Ευρώπη. Αντίστοιχα, σύμφωνα με το Ινστιτούτο Εργασίας Γ.Σ.Ε.Ε. και την έκθεση του 2023, η χώρα μας κατέγραψε το χαμηλότερο ποσοστό απασχόλησης στους νέους κάτω των 25 ετών και το δεύτερο χαμηλότερο ποσοστό απασχόλησης τόσο στις ηλικίες 20-64 ετών όσο και στις γυναίκες ανάμεσα στα κράτη -μέλη της ΕΕ-27.
Εξάπλωση επισφαλών μορφών απασχόλησης
Πίσω στη μελέτη της ερευνητικής ομάδας e-ResLab Aegean οι μελετητές εξηγούν ότι «σε χώρες όπως η Ελλάδα, όπου ο κλάδος του τουρισμού αποτελεί την ατμομηχανή της οικονομίας (και ταυτόχρονα το πιο ευάλωτο κομμάτι της), οι αυξομειώσεις της εποχικής απασχόλησης είναι εντονότερες».
Εξίσου σημαντικό είναι το γεγονός πως η μείωση της ανεργίας συνοδεύτηκε από την εξάπλωση επισφαλών μορφών απασχόλησης πέραν της εποχιακής. «Συγκεκριμένα», σημειώνεται στην έκθεση, «πάνω από τους μισούς μερικώς απασχολούμενους στη χώρα εργάζονταν ευέλικτα παρά τη θέλησή τους από το 2009 έως το 2021, με το μερίδιο αυτό να αγγίζει το 70% για την περίοδο 2013-2020 και να προσεγγίζει το 50% το 2022, παραμένοντας υψηλότερα από το αντίστοιχο του 2008».
Ως εκ τούτου, «η μη ηθελημένη μερική απασχόληση, η οποία σύμφωνα με πλειάδα ερευνητών αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα επισφάλειας, εξακολουθεί να αφορά ένα σημαντικό μερίδιο του εργατικού δυναμικού. Μάλιστα, πρέπει να σημειωθεί ότι στο ελληνικό πλαίσιο, η μερική απασχόληση στο σύνολο της συνδέεται με εξαιρετικά δυσμενείς συνθήκες όπως μειωμένες απολαβές, συχνές υπερωρίες και ασταθές ωράριο.»
«Όλα τα παραπάνω», καταλήγουν οι ερευνητές, «σκιαγραφούν μια σκοτεινή εικόνα για την αναπτυξιακή προοπτική της Ελλάδας».
Η αύξηση των επισφαλών και χαμηλών προσόντων θέσεων απασχόλησης (εμπόριο, εστίαση) έναντι των σταθερών και καλά αμειβόμενων θέσεων υψηλών προσόντων αποτελεί «πληγή» για την ελληνική οικονομία με το ποσοστό ανεργίας να εξακολουθεί να είναι σχεδόν διπλάσιο του μέσου όρου της ΕΕ-27.
Ενδεικτικό της αδυναμίας της αγοράς εργασίας να δημιουργεί συστηματικά νέες θέσεις απασχόλησης, σύμφωνα με την ετήσια έκθεση του ΙΝΕ/ΓΣΕΕ είναι ότι το ποσοστό απασχόλησης είναι 7.7 ποσοστιαίες μονάδες κάτω από το μέσο όρο της ΕΕ-27, ο οποίος ανήλθε στο 61,3%.
Όπως σημειώνει η έκθεση του ΙΝΕ το γεγονός ότι παρά την ισχυρή ανάκαμψη, οι ηλικιακές και έμφυλες διαφορές παραμένουν εξαιρετικά έντονες αναδεικνύει και τη συστηματική αδυναμία των ασκούμενων πολιτικών να εξασφαλίσουν ισότιμη πρόσβαση στην αγορά εργασίας.
Η επιβεβαίωση από την ΕΡΓΑΝΗ
Τα στοιχεία – που κατέγραψε το πληροφοριακό σύστημα ΕΡΓΑΝΗ – , δείχνουν ότι αθροιστικά για την περίοδο Ιανουάριος – Δεκέμβριος 2023, οι αναγγελίες προσλήψεων ανήλθαν στις 3.214.205 θέσεις εργασίας και οι αποχωρήσεις έφτασαν τις 3.097.556, εκ των οποίων οι 1.979.873 ήταν αποτέλεσμα καταγγελιών συμβάσεων αορίστου χρόνου ή λήξεων συμβάσεων ορισμένου χρόνου και οι 1.117.683 οικειοθελείς αποχωρήσεις.
Στα αρνητικά της αγοράς εργασίας καταγράφεται η εκρηκτική άνοδος των ευέλικτων μορφών απασχόλησης, οι συμβάσεις των οποίων καλύπτουν – περίπου – το 50% των νέων προσλήψεων.
Συγκεκριμένα το 2023 καταγράφηκαν 3.214.205 νέες προσλήψεις από τις οποίες οι 1.651.220 ήταν πλήρους απασχόλησης και οι 1.562.985 αφορούσαν ευέλικτες μορφές απασχόλησης.
Οι Έλληνες δεν είναι ικανοποιημένοι από τη ζωή τους
Να σημειώσουμε πως ο Διεθνής Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ) δημιούργησε τον «Δείκτη Ισορροπίας Επαγγελματικής και Ζωής», με τον οργανισμό να εκδίδει έκθεση που καταλήγει σε σημαντικά συμπεράσματα.
Χαμηλό μέσο όρο στις θέσεις εργασίας έδειξε έρευνα του ΟΟΣΑ
Για την έρευνα συνέλεξε δεδομένα από τις απαντήσεις σε μια ερώτηση που δείχνει ότι οι Έλληνες δεν είναι ικανοποιημένοι από τη ζωή τους, καταδεικνύοντας ζητήματα που έχουν βυθίσει τους πολίτες στην ανασφάλεια και το ψαλίδισμα των επιλογών τους για μια καλύτερη καθημερινότητα.
Ειδικότερα, η Ελλάδα, μολονότι υπερέχει του μέσου όρου σε επίπεδο υγείας, εντούτοις έχει χαμηλό μέσο όρο όσον αφορά το εισόδημα, τις θέσεις εργασίας, την εκπαίδευση, την ποιότητα του περιβάλλοντος, τις κοινωνικές σχέσεις, τη συμμετοχή στα κοινά και την ικανοποίηση από τη ζωή.