Είναι το πιο φιλόδοξο σχέδιο οικονομικής και πολιτικής ολοκλήρωσης στον κόσμο. Αποτελεί την πιο προχωρημένη εκδοχή τελωνειακής ένωσης και συντονισμένης οικονομικής πολιτικής. Εκπροσωπεί τις παραγωγικές, οικονομικές και διανοητικές δυνατότητες 27 χωρών, που περιλαμβάνουν τρία μέλη του G7. Στεγάζει τα παλαιότερα πανεπιστήμια του κόσμου και μερικά από τα μεγαλύτερα ερευνητικά κέντρα. Και όμως το τελευταίο διάστημα, με όποια πρόκληση καλείται να αναμετρηθεί, απλώς αποτυγχάνει.
Πώς αλλιώς μπορεί να εξηγηθεί το γεγονός ότι η συνηθέστερη φράση που συναντά κανεις για το πώς αντιμετώπισε τη Ευρωπαϊκή Ένωση την πανδημία και ιδιαίτερα το ζήτημα του μαζικού εμβολιασμού των κατοίκων της επικράτειάς της είναι «φιάσκο»;
Αρκεί να αναλογιστούμε ότι με βάση πρόσφατα στοιχεία το 58% των ενηλίκων Βρετανών έχουν κάνει τουλάχιστον μια δόση του εμβολίου, το 38% των Αμερικανών αλλά μόλις το 14% των Ευρωπαίων.
Την ίδια στιγμή, την ώρα που στο τέλος του 2020 η Κίνα αλλά και οι ΗΠΑ είχαν επιστρέψει σε αναπτυξιακούς ρυθμούς, η ευρωπαϊκή οικονομία εξακολουθούσε να συρρικνώνεται, ενώ οι προβλέψεις π.χ. του ΟΟΣΑ δίνουν στην Ευρωζώνη πρόβλεψη για ανάπτυξη 3,9% για το 2021, ενώ για τις ΗΠΑ δίνουν 6,5% και τη Βρετανία 5,1%.
Μάλιστα, θα μπορούσε κανείς να πει ότι τόσο οι ρυθμοί εμβολιασμού όσο και οι τάσεις οικονομικής ανάπτυξης της Βρετανίας θα μπορούσαν να αποτελέσουν έως και αναδρομικό επιχείρημα υπέρ του Brexit.
Με μία έννοια φαίνεται να επαναλαμβάνεται αυτό που είχε παρατηρηθεί και μετά την κρίση του 2008, όταν η Ευρώπη κυρίως θα γίνει συνώνυμη των καταστροφικών προγραμμάτων λιτότητας και των «Μνημονίων» παρά της γρήγορης επιστροφής στην ανάπτυξη.
Μια ξεχωριστά ευρωπαϊκή αποτυχία με τα εμβόλια
Η υπόθεση με τα εμβόλια είναι ένα κατεξοχήν παράδειγμα του πώς μπορούν τα πράγματα στην ΕΕ μπορούν να εξελιχθούν ιδιαίτερα αρνητικά, ακόμη και εάν ο αρχικός σχεδιασμός φάνταζε ορθός.
Θυμίζουμε ότι οι ευρωπαϊκές χώρες αποφάσισαν να προμηθευτούν εμβόλια όλες μαζί, πριν τα μοιράσουν αναλογικά μεταξύ τους, για να αποφύγουν τις κωμικοτραγικές σκηνές με τον ανταγωνισμό για την προμήθεια μασκών και προστατευτικού εξοπλισμού στην πρώτη φάση της πανδημίας.
Διάφοροι παράγοντες μέτρησαν σε αυτή την κατεύθυνση. Η Ευρωπαϊκή Ένωση υποτίμησε στην αρχή την πιθανότητα να υπάρξει τόσο νωρίς εμβόλιο και άρα μπήκε στη διεκδίκηση σχετικά αργά, την ώρα που οι ΗΠΑ διαπραγματεύονταν με τις εταιρείες από την πρώτη φάση. Έπειτα κινήθηκε περισσότερο με την εξασφάλιση καλών τιμών εφόσον θα έκλεινε μεγάλες παρτίδες, παρά με την λογική να προλάβει να εξασφαλίσει έγκαιρα. Η ομάδα της φον ντερ Λάιεν επικέντρωσε περισσότερο στην τιμή στη διαπραγμάτευση παρά στην εξασφάλιση ότι η Ευρώπη δεν θα έμενε πίσω στις παρτίδες. Και αυτό παρότι το εμβόλιο π.χ. της Pfizer/Biontech στηρίχτηκε ως προς την ανάπτυξή σε γενναιόδωρες γερμανικές επιδοτήσεις.
Την ίδια στιγμή η Ευρώπη χειρίστηκε με έναν μάλλον χαοτικό τρόπο το ζήτημα με τις παρενέργειες του εμβολίου της AstraZeneka με αποτέλεσμα να διακυβεύονται οι ρυθμοί εμβολιασμού αλλά και να συντηρείται το κλίμα δυσπιστίας έναντι των εμβολίων που υποτίθεται ότι ήταν το κατεξοχήν πρόβλημα που έπρεπε να αποφευχθεί στον ευρωπαϊκό χώρο.
Το μακρύ δράμα με το Ταμείο Ανάκαμψης
Παρότι χαιρετίστηκε ως μια σχετικά άμεση απάντηση της Ευρώπης – ιδίως εάν αναλογιστούμε πόσος καιρός πέρασε από τη διαπίστωση της κρίσης του ευρώ μέχρι τo whatever it takes του Μάριο Ντράγκι – εντούτοις καλό είναι να μην ξεχνάμε ότι ως προς το Ταμείο Ανάκαμψης, ο ελληνικός «πυλώνας» του οποίου παρουσιάστηκε αυτή την εβδομάδα από τον πρωθυπουργό, απέχουμε ακόμη από την πρώτη εκταμίευση. Και μάλιστα η προοπτική εκδίκασης της προσφυγής εναντίον του στο Γερμανικό Ομοσπονδιακό Δικαστήριο της Καρλσρούης μπορεί να σημαίνει μια έστω και μικρή καθυστέρηση ακόμη.
Και όλα αυτά τη στιγμή που χρειάστηκε μια πολύ σκληρή πολιτική μάχη για να εγκριθεί το ίδιο το σχέδιο για τo Ταμείο Ανάκαμψης και τη δυνατότητα σπάσει το ταμπού περί του δανεισμού σε ευρωπαϊκό επίπεδο και να προβλεφθεί αυτή η δυνατότητα έστω και κατ’ εξαίρεση.
Το διαρκές αναπτυξιακό έλλειμμα της Ευρώπης
Όλα αυτά αποτυπώνονται και στη χαρακτηριστική αδυναμία της Ευρώπης να πετύχει υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης. Εάν πάρουμε ως σημείο αναφοράς το 2000 θα δούμε ότι παρότι οι ΗΠΑ, η ΕΕ και η Ευρωζώνη κινούνται με ανάλογους ρυθμούς μέχρι το ξέσπασμα της κρίσης του 2008, από εκεί και πέρα υπάρχει μια σταδιακά απόκλιση. Η ανάκαμψη των ΗΠΑ μετά το 2009 και μέχρι την πανδημία ήταν σαφώς πιο δυναμική από την Ευρωπαϊκή που άλλωστε είχε και μια περίοδο στασιμότητας στην περίοδο 2011-2013, την ώρα που ειδικά η Ευρωζώνη είχε τους χαμηλότερους σχετικά ρυθμούς ανάπτυξης. Το αποτέλεσμα είναι όλες οι προβλέψεις να κατατείνουν σε αυξανόμενη απόκλιση τα επόμενα χρόνια.
Όπως υποστηρίζει το περιοδικό Economist η οικονομία της Ευρώπης είναι σήμερα 20% μικρότερη από το σημείο που θα ήταν εάν μετά το 2008 είχε αναπτυχθεί με τους ίδιους ρυθμούς που επέδειξε στην περίοδο 2000-2007, ένα αναπτυξιακό έλλειμμα περίπου 3 τρισεκατομμυρίων ευρώ.
Την ίδια στιγμή μπορεί στην Ευρώπη να πανηγυρίζουν για τα 750 δισεκατομμύρια ευρώ του Ταμείου Ανάκαμψης, στις ΗΠΑ ο Τζο Μπάιντεν πέρασε τον Μάρτιο ένα πακέτο 1,9 τρισεκατομμυρίων δολαρίων για την τόνωση της οικονομίας και μόλις πρότεινε ένα μεγάλο σχέδιο ύψους 2 τρισεκατομμυρίων δολαρίων για την πράσινη μετάβαση και την επισκευή των υποδομών των ΗΠΑ.
Τα όρια του «ευρωπαϊκού οικοδομήματος»
Όλα αυτά σε μεγάλο βαθμό έχουν να κάνουν με την ίδια την ευρωπαϊκή πραγματικότητα. Πιο σωστά: την απόσταση ανάμεσα στη ρητορική και την πραγματική πολιτική.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι σίγουρα ένα προχωρημένο πείραμα ολοκλήρωσης. Ο βαθμός συντονισμού των οικονομικών πολιτικών και του θεσμικού πλαισίου είναι μεγάλο, μόνο που αυτό αφορά περισσότερο τη δημοσιονομική πειθαρχία και τη λιτότητα, παρά την κοινή αναπτυξιακή προσπάθεια.
Το μέγεθος της παραγωγής θεσμών, κατευθύνσεων, ενίοτε και ρυθμίσεων σε ευρωπαϊκό επίπεδο, είναι αντιστρόφως ανάλογο του πενιχρού βαθμού στον οποίο τα κράτη κάνουν από κοινού αναπτυξιακό σχεδιασμό, την ώρα που τα πιο πλούσια κράτη παραμένουν εξαιρετικά εχθρικά προς την προοπτική μεγάλης μεταφοράς πόρων προς πιο φτωχές περιοχές. Παρά τις διακηρύξεις περί κοινής ευρωπαϊκής ταυτότητας, ο πραγματικός βαθμός αλληλεγγύης είναι μικρός, όπως φάνηκε και στην αρχή της πανδημίας, την ώρα που η ρητορική επίκληση μιας δυνάμει ευρωπαϊκής δημόσιας σφαίρας, δεν μπορεί να συγκαλύψει ότι οι κυβερνήσεις εξακολουθούν να σκέφτονται κατά βάση με όρους εθνικών πολιτικών και εθνικών ακροατηρίων.
Φυσικά, όπως φάνηκε και στη διαχείριση της κρίσης του ευρώ, στην οποία η αρχική επιμονή σε μια αντίληψη «πειθαρχίας» αναντίστοιχη της συγκυρίας απλώς επιδείνωσε την κατάσταση, η Ευρωπαϊκή Ένωση πάντα στο τέλος μπορεί να πανηγυρίσει το γεγονός ότι τα πράγματα δεν έγιναν πολύ χειρότερα. Όμως, σε μια ιστορική καμπή όπως η τρέχουσα αυτό δεν είναι πολύ αισιόδοξο. Ιδίως όταν ώρες ώρες η Ένωση φέρεται σαν τη φράση του Μπέκετ «Προσπάθησε ξανά. Απότυχε ξανά. Απότυχε καλύτερα» και μάλιστα πιθανώς χωρίς καν την πενιχρή ελπίδα του «Απότυχε καλύτερα».