Οι διεθνείς οικονομικοί οργανισμοί ήδη έχουν διατυπώσει την εκτίμηση ότι οι ρυθμοί της ανάκαμψης της παγκόσμιας οικονομίας είναι υψηλότεροι από όσο αρχικά εκτιμηθεί. Το ΔΝΤ δίνει πρόβλεψη για άνοδο του παγκόσμιου ΑΕΠ κατά 6% το 2021, εκτίμηση αυξημένη κατά 0.5% σε σχέση με την προηγούμενη πρόβλεψη τον Οκτώβριο του 2020. Για το 2022 δίνει πρόβλεψη 4.4%, που είναι κατά 0,2% υψηλότερη από αυτή που είχε κάνει τον Οκτώβριο.
Ωστόσο αυτή η γενική εικόνα δεν σημαίνει ότι τα πράγματα θα κινηθούν με έναν ομοιόμορφο τρόπο στην παγκόσμια οικονομία. Η Κίνα κατάφερε να επιστρέψει στα επίπεδα προ της πανδημίας μέσα στο 2020 και οι ΗΠΑ αναμένεται να ξεπεράσουν το ΑΕΠ που είχαν προ πανδημίας μέσα στο 2021. Άλλες όμως οικονομίες θα πρέπει να περιμένουν το 2022 για να δουν να αναπληρώνονται οι απώλειες που είχαν εξαιτίας των περιοριστικών μέτρων που πήραν για να μπορέσουν να αντιμετωπίσουν την πανδημία.
Τα προβλήματα στις αναπτυσσόμενες χώρες
Είναι προφανές ότι στις αναπτυγμένες οικονομίες τα μεγάλα πακέτα κυβερνητικών παρεμβάσεων κατάφεραν να αποτρέψουν τις χειρότερες εκφάνσεις της οικονομικής κρίσης και ταυτόχρονα να τονώσουν μια διαδικασία πιο γρήγορης ανάκαμψης. Αυτό σημαίνει ότι θα ξεπεράσουν πιο γρήγορα τις επιπτώσεις της κρίσης.
Όμως, στις αναπτυσσόμενες οικονομίες τα πράγματα δείχνουν να είναι αρκετά πιο δύσκολα. Και όλα δείχνουν ότι ο κόσμος που θα προκύψει μετά το τέλος της πανδημίας θα είναι πολύ πιο άνισος.
Το ΔΝΤ εκτιμά ότι οι σωρευτικές απώλειες εισοδήματος κατά κεφαλή στην περίοδο 2020-2022 ισοδυναμούν με το 20% στο κατά κεφαλήν ΑΕΠ για τις αναδυόμενες αγορές και τις αναπτυσσόμενες οικονομίες (εξαιρουμένης της Κίνας) ενώ στις αναπτυγμένες χώρες οι συνολικές απώλειες αναμένεται να είναι συγκριτικά χαμηλότερες στο 11%,
Την ίδια ώρα όλα αυτά έχουν αντιστρέψει και τις τάσεις για μείωση της παγκόσμιας φτώχειας. Τον Ιανουάριο η Παγκόσμια Τράπεζα εκτίμησε ότι το 2020 προστέθηκαν 88 με 93 εκατομμύρια άνθρωποι σε αυτούς που υφίστανται απόλυτη φτώχεια. Εάν σε αυτούς προσθέσουμε τα 31 εκατομμύρια που με βάση τις στατιστικές τάσεις αναμένονταν το 2020 να είχαν ξεφύγει από την κατάσταση της απόλυτης φτώχειας τότε μιλάμε για συνολικά 119-124 εκατομμύρια νέους φτωχούς μέσα στο 2020. Ήδη από τον περασμένο Ιούλιο ο Οργανισμός Τροφίμων και Γεωργίας του ΟΗΕ (FAO) προειδοποιούσε για αύξηση του αριθμού των ανθρώπων που υποσιτίζονται κατά 83 έως 132 εκατομμύρια.
Οι ανισότητες των επιπτώσεων της πανδημίας αποτυπώνονται και σε άλλες παραμέτρους. Σε όλες τις χώρες χάθηκαν σχολικές μέρες το 2020 (49 κατά μέσο όρο), όμως οι εκπαιδευτικές απώλειες ήταν μεγαλύτερες στις πιο φτωχές χώρες του πλανήτη. Οι χαμένες μέρες σχολείου στις χαμηλού εισοδήματος χώρες ήταν 69 κατά μέσο όρο το 2020, 46 στις αναπτυσσόμενες οικονομίες και μόνο 15 στις αναπτυγμένες οικονομίες. Η ανισότητα στην πρόσβαση στην εκπαίδευση επιτάθηκε και από το γεγονός ότι περίπου το μισό του παγκόσμιου πληθυσμού (3,6 δισεκατομμύρια) ακόμη δεν έχουν πρόσβαση στο διαδίκτυο και αυτό σημαίνει ότι τουλάχιστον 463 εκατομμύρια μαθητές σε όλο τον κόσμο δεν μπορούσαν να κάνουν εξ αποστάσεως μάθημα.
Την ίδια στιγμή οι διεθνείς οργανισμοί αναμένουν και μεγαλύτερες ανισότητες εντός των χωρών καθώς δεν έχουν πληγεί όλοι οι κλάδοι με τον ίδιο τρόπο. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα αφορά το συγκριτικό μέγεθος του κλάδου της εστίασης και της τουριστικής βιομηχανίας. Οι χώρες με μεγάλη εξάρτηση από τον τουρισμό αναμένεται να έχουν και πιο αργή επιστροφή στα προ πανδημίας επίπεδα.
Τα διαφορετικά εργαλεία στη διάθεση των κρατών
Με έναν τρόπο το ΔΝΤ προβλέπει ότι τελικά οι αναπτυγμένες οικονομίες και η Κίνα θα βγουν από την κρίση χωρίς ιδιαίτερα βαθιές πληγές. Μάλιστα, η αμερικανική οικονομία είναι πιθανό στο τέλος να βρεθεί να έχει πιο ισχυρή αναπτυξιακή δυναμική σε σχέση με αυτή που προβλεπόταν πριν από την πανδημίας. Προφανώς αυτές οι προβλέψεις δεν είναι δεδομένες και αρκετά θα κριθούν και από παραμέτρους όπως το πότε θα ξεπεραστεί πλήρως ο κίνδυνος από την πανδημία, ωστόσο είναι ενδεικτικές. Ωστόσο, την ίδια στιγμή οι αναδυόμενες αγορές και οι αναπτυσσόμενες οικονομίες δείχνουν να έχουν δεχτεί πιο μεγάλα πλήγματα.
Όπως παρατηρεί και ο Martin Wolf αυτό είναι το αντίστροφο από αυτό που έγινε στην οικονομική κρίση της περιόδου 2007-2009, όταν οι χώρες χαμηλότερου εισοδήματος είχαν πιο έντονη ανάκαμψη σε σχέση με τις αναπτυγμένες. Εν μέρει αυτό οφειλόταν στο ότι η κρίση είχε κατεξοχήν επίκεντρο τις αναπτυγμένες χώρες, εν μέρει οφειλόταν στην πολύ ισχυρή ανάκαμψη της Κίνας το 2009.
Όμως, η μεγαλύτερη διαφορά αφορά την ανισότητα ως προς τα εργαλεία που είχαν στη διάθεσή τους οι κυβερνήσεις. Οι κυβερνήσεις στις αναπτυγμένες οικονομίες και την Κίνα είχαν στη διάθεσή τους πολύ ισχυρότερα εργαλεία δημοσιονομικής και νομισματικής πολιτικής για να μπορέσουν να αντιμετωπίσουν τις επιπτώσεις της κρίσης.
Τα συνολικά 16 τρισεκατομμύρια δολάρια σε ποικίλα δημοσιονομικά προγράμματα που χορηγήθηκαν από μέχρι τον Μάρτιο του 2021 δεν κατανεμήθηκαν με τον ίδιο τρόπο. Τα στοιχεία του ΔΝΤ δείχνουν ότι τα ελλείμματα ως ποσοστό του ΑΕΠ έφτασαν το 11,7% στις αναπτυγμένες χώρες, 9,8% για τις αναδυόμενες αγορές και 5,5% για τις χαμηλού εισοδήματος αναπτυσσόμενες χώρες. Αν συνυπολογίσουμε τις διαφορές ως προς τα μεγέθη του ΑΕΠ καταλαβαίνουμε πόσο άνισα ήταν τα όπλα που χρησιμοποιήθηκαν και τη σημασία του ερωτήματος για το τι θα σημαίνει πολιτικά και κοινωνικά ένας πλανήτης πιο άνισος.