Folli Follie – Κουτσολιούτσοι : Από την παγκόσμια ελίτ στον Κορυδαλλό
Η υπόθεση Folli Follie θα μπορούσε κάλλιστα να τροφοδοτήσει με περιεχόμενο μια σειρά από ντοκιμαντέρ στη πλατφόρμα του Netflix, ντοκιμαντέρ τύπου Dirty Money όπου πρωταγωνιστούν οικονομικά σκάνδαλα και επιχειρηματική διαφθορά.
Η υπόθεση Folli Follie είναι, δίχως άλλο, το ελληνικό Dirty Money. Μια υπόθεση που οδήγησε – μετά από αναβολές – στο γραφείο της 35ης ανακρίτριας Κωνσταντίνας Αλεξοπούλου τα μέλη της οικογένειας των ιδρυτών της εισηγμένης εταιρείας για να απολογηθούν για σειρά κακουργημάτων, με αποτέλεσμα οι δύο εξ αυτών – ο Δημήτρης Κουτσολιούτσος, ο ιδρυτής πατέρας και ο γιος του Τζώρτζης – να πάρουν τον δρόμο για τις φυλακές. Ο πρώτος για τον Κορυδαλλό, ο δεύτερος για τα Τρίκαλα.
Ο ιδρυτής Δημήτρης Κουτσολιούτσος, σύμφωνα με διαθέσιμες δημοσιογραφικές πληροφορίες, επέλεξε να πάρει πάνω του ολόκληρη την ευθύνη. Ενώπιον της ανακρίτριας αποδέχθηκε μέρος όσων του αποδίδονται σχετικά με τους κάλπικους ισολογισμούς των εταιρειών του Ομίλου, προβάλλοντας τον ισχυρισμό ότι αυτό αναγκάστηκε να το πράξει σε κάποια δύσκολη οικονομική συγκυρία, θέλοντας έτσι να συνεχίσει να υποστηρίζει το όραμά του για ένα πολυεθνικό όμιλο ελληνικών συμφερόντων. Τελικά, η οικογενειακή πολυεθνική αποδείχθηκε άλλος ένας γίγαντας με πήλινα πόδια αλλά και μπερδεμένους με τα προσωπικά τους πορτοφόλια εταιρικούς λογαριασμούς και περιουσιακά στοιχεία. Οσο για τον γιο Τζώρτζη Κουτσολιούτσο και τη σύζυγό του, Καίτη Κουτσολιούτσου (η μόνη που παραμένει εκτός φυλακής με περιοριστικούς όρους) δήλωσαν «αθώοι του αίματος».
Με παγκόσμια παρουσία
Κάπως έτσι «έκλεισε» ένα μεγάλο κεφάλαιο για τo οικογενειακό δημιούργημα, τη Folli Follie, που λανσάρεται στην πρώτη δεκαετία του 21ου αιώνα ως ένα «διεθνές lifestyle fashion brand που σχεδιάζει, κατασκευάζει και διανέμει κοσμήματα, ρολόγια και αξεσουάρ μόδας» με παρουσία στα 4 σημεία του ορίζοντα. Το κεφάλαιο αυτό, καθώς θα ακολουθήσουν και άλλα στις δικαστικές αίθουσες, ξεκίνησε να ξετυλίγεται στις αρχές Μαΐου 2018.
Εκείνη την ημέρα, το fund Quintessential Capital Management (QCM), με έδρα τη Νέα Υόρκη έδωσε στη δημοσιότητα μια έκθεση με πολλαπλά τεκμήρια που κατεδάφιζε οριστικά την εικόνα της ευρωστίας και της ευμάρειας που ήθελε να εμφανίζει η οικογένεια Κουτσολιούτσου για τον Ομιλο Folli Follie και τις δραστηριότητες του ανά τον κόσμο. Το περιεχόμενο της έκθεσης έφθασε και στην Αθήνα τροφοδοτώντας σειρά δημοσιευμάτων.
Η οικογένεια των ιδρυτών της φίρμας που κατάφερε από ένα και μόνο κατάστημα στην Αθήνα το 1982 να γίνει – με τον τρόπο που έγινε μέσα από εξαγορές και στρατηγικές συμφωνίες συνεργασίας αλλά και προσοδοφόρες πωλήσεις συμμετοχών – μια παγκόσμια δύναμη στην αγορά του lifestyle fashion αντί άλλης απαντήσεως έσπευσε να εκδώσει μια ανακοίνωση με προβλέψιμο περιεχόμενο γεμάτο λεονταρισμούς δίχως πρακτικό αντίκρισμα: Οποιοδήποτε δημοσίευμα στηριζόταν στην έκθεση της Quintessential Capital Management χαρακτηριζόταν ως «ανυπόστατο, ψευδές, συκοφαντικό και παραπλανητικό με άμεσο αποτέλεσμα τη ζημία των συμφερόντων της εταιρείας και των μετόχων της». Πάντως, αν και η ίδια η διοίκηση Κουτσολιούτσου είχε δεσμευτεί «να επανέλθει με νεότερη ανακοίνωση προς το επενδυτικό κοινό με αναλυτικά στοιχεία διάψευσης των κατ’ ιδίαν ψευδών πληροφοριών και στοιχείων» του report του fund προτίμησε να σιωπήσει επί της ουσίας, πετώντας με χαρακτηριστική άνεση την μπάλα στην εξέδρα. Την ίδια στιγμή οι εποπτικές και ελεγκτικές αρχές έχασαν τη μιλιά τους και προσπάθησαν να δραπετεύσουν από το… κάδρο των ευθυνών. Η σιωπή των πρώτων ωρών έδωσε τη θέση της σε μια συνειδητή ακινησία, γεγονός που επέτρεψε στην πλευρά Κουτσολιούτσου να ελιχθεί και να προετοιμάσει την αντεπίθεσή της.
Η ανάλυση του und QCM
Το report του fund QCM για τη Folli Follie που δημοσιοποιείται στις αρχές Μαΐου 2018 όπως παραδέχονται σήμερα αναλυτές της χρηματιστηριακής αγοράς δεν ήταν κεραυνός εν αιθρία. Τα σημάδια υπήρχαν από καιρό, οι ενδείξεις ολοένα και περισσότερο πλήθαιναν… Οι μόνοι που δεν είχαν ιδέα ήταν τα μέλη της διοίκησης της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς και ειδικά ο τότε πρόεδρός της, καθηγητής Χαράλαμπος Γκότσης.
Στο σημείο αυτό ένα στιγμιότυπο με σημασία. Στις 18 Απριλίου 2018 – λίγες μέρες πριν ξεσπάσει ο τυφώνας Quintessential Capital Management του μετοχικού ακτιβισμού – ο καθηγητής Γκότσης σπεύδει στο Προεδρικό Μέγαρο για να παραδώσει αντίτυπο της ετήσιας έκθεσης και να εισπράξει τα εύσημα του τότε ενοίκου του, Προκόπη Παυλόπουλου. Σε δημοσιεύματα της εποχής διαβάζω για τα κολακευτικά λόγια του σχετικά με το έργο της Επιτροπής, «το οποίο παρακολουθεί και εκτιμά βαθύτατα». Στα ίδια δημοσιεύματα ο καθηγητής Γκότσης στα συν του έργου της Επιτροπής προσμετρά αφενός «την προστασία των επενδυτών, κυρίως των μικρών» και αφετέρου, «την εύρυθμη και αποτελεσματική λειτουργία της κεφαλαιαγοράς βάσει κανόνων για όλους». Με άλλα λόγια, όλα καλά καμωμένα. Μόνο που σε λιγότερο από μήνα τίποτα από όλα αυτά δεν ίσχυε στην πράξη. Η αξιοπιστία ενός θεσμού και μιας εποπτεύουσας αρχής είχε κατρακυλήσει στα τάρταρα…
Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς κάθε άλλο παρά έκανε το καθήκον της. Η πρώτη και κύρια ευθύνη της ήταν να κινήσει έγκυρα και έγκαιρα τις διαδικασίες για να βρεθούν στη διάθεση της Δικαιοσύνης το δυνατό γρηγορότερο οι πρωταγωνιστές του ελληνικού Dirty Money.
Ο καθηγητής Γκότσης στην αποχαιρετιστήρια επιστολή του στο προσωπικό της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς μεταξύ άλλων γράφει τα εξής: «Κλείνοντας δεν θα ήθελα να παραλείψω μια μικρή έστω αναφορά σε ζητήματα που ταλάνισαν την Επιτροπή μας με αφορμή δημοσιεύματα τα οποία μας άσκησαν κριτική για συγκεκριμένες υποθέσεις, στην επιεικέστερη εκδοχή τους επειδή αγνοούσαν τις διαδικασίες και το πλαίσιο της νομοθεσίας με το οποίο ενεργούμε. Είμαι περήφανος για την ταχύτητα, την πληρότητα και την αποτελεσματικότητα, με την οποία οι υπηρεσίες της Επιτροπής αλλά και το Διοικητικό Συμβούλιο αντιμετώπισε αυτές τις περιπτώσεις. Στη διεθνή εμπειρία είναι δύσκολο να βρει κανείς μεγάλες υποθέσεις που η έρευνα να ολοκληρώθηκε μέσα σε μερικούς μήνες και όχι σε κάποια χρόνια». Προφανώς ο καθηγητής Γκότσης δεν άκουσε ποτέ να γίνεται λόγος για την υπόθεση Parmalat…
Τι δεν έκαναν
Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς και η τότε διοίκησή της θα μπορούσαν ακόμη και με ανοικτές πιέσεις προς την πολιτική ηγεσία να πάρουν την ευθύνη της εισηγμένης στα χέρια τους, μην επιτρέποντας ούτε για μια στιγμή στους ελεγχόμενους της υπόθεσης, δηλαδή τα μέλη της οικογένειας Κουτσολιούτσου να συνεχίσουν με τον ένα ή άλλο τρόπο να διαφεντεύουν τις τύχες της εισηγμένης εταιρείας.
Ο,τι και αν έγινε το έκανε η νέα διοίκηση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς ακόμη και αν χρειάστηκε να προωθηθούν αλλαγές στο θεσμικό πλαίσιο για να στηριχθεί η προσπάθεια να έρθουν στο φως όλα τα σκοτεινά σημεία μιας υπόθεσης που άφησε πολλαπλά τραύματα στην ελληνική κεφαλαιαγορά. Ακόμη και μέχρι πριν από λίγους μήνες τα μέλη της οικογένειας Κουτσολιούτσου ήταν παρόντες στο παιχνίδι – διεκδικούσαν χρήματα από την εταιρεία και τίποτα δεν είχε διαταράξει την καθημερινότητά τους. Το προσωπικό που είχαν στα σπίτια τους εξακολουθούσε να πληρώνεται από τους εταιρικούς λογαριασμούς και οι ίδιοι χρησιμοποιούσαν τα πανάκριβα αυτοκίνητα που ανήκαν στην εταιρεία.
Πατέρας και γιος – μακριά από τη χλιδή – θα χρειαστεί να συνηθίσουν τη ζωή στις φυλακές μέχρι να δώσουν λόγο για τις πράξεις τους ενώπιον των δικαστών.
Κακουργηματικές διώξεις στην οικογένεια και σε άλλα 13 πρόσωπα
Ο Δημήτρης Κουτσολιούτσος και ο γιος του, Τζώρτζης Κουτσολιούτσος απολογήθηκαν στην ανακρίτρια για πέντε κακουργήματα: Απάτη σε βάρος του επενδυτικού κοινού, ξέπλυμα μαύρου χρήματος, χειραγώγηση αγοράς, εγκληματική οργάνωση και πλαστογραφία.
Η υπόθεση Folli Follie απασχολεί την ελληνική δικαιοσύνη σε επίπεδο ανάκρισης τουλάχιστον από τον Δεκέμβριο του 2018 όταν ασκήθηκε η πρώτη ποινική δίωξη για τα αδικήματα της απάτης και του ξεπλύματος μαύρου χρήματος σε βάρος των μελών της οικογένειας Κουτσολιούτσου, καθώς επίσης και άλλων στελεχών της εισηγμένης εταιρείας. Ενα χρόνο αργότερα και συγκεκριμένα τον Δεκέμβριο του 2019 ο εισαγγελέας Γιάννης Δραγάτσης άσκησε νέες διώξεις σε βάρος των τριών μελών της οικογένειας αλλά και 13 ακόμη προσώπων, στελεχών της εταιρείας. Οι νέες κατηγορίες αφορούσαν κατά περίπτωση στα αδικήματα της συγκρότησης και ένταξης σε εγκληματική οργάνωση, της πλαστογραφίας, της ηθικής αυτουργίας στην πλαστογραφία, της χειραγώγησης, κ.ά.