Επενδυτική βαθμίδα: Χωρίς τυπικό αντίκρισμα η πιθανή αναβάθμιση της Scope – Ποια τα σενάρια
Η προοπτική επανάκτησης της επενδυτικής βαθμίδας από την Ελλάδα συντηρεί τις προσδοκίες στο χρηματιστήριο και στην αγορά ελληνικών ομολόγων. Ωστόσο, η κυβέρνηση η οποία έχει αναγάγει το συγκεκριμένο ζήτημα σε εθνικό στόχο φαίνεται ότι θα χρειαστεί να περιμένει μέχρι το φθινόπωρο για την επίτευξή του.
Στις 4 Αυγούστου, αναμένεται να υπάρξει -κατά πάσα πιθανότητα- η πρώτη αναβάθμιση της Ελλάδας σε επενδυτική βαθμίδα, από τον γερμανικό οίκο Scope Ratings. Θα είναι όμως χωρίς τυπικό αντίκρισμα, καθώς η Scope δεν αναγνωρίζεται από την ΕΚΤ και οι αξιολογήσεις της δεν λαμβάνονται τυπικά υπόψιν. Ωστόσο, οι αναλυτές θεωρούν ότι θα δημιουργήσει ένα ιδιαίτερα θετικό κλίμα για την Ελλάδα, εν όψει της συνέχειας.
Τα 5 ραντεβού και τα σενάρια πρώτης αναβάθμισης
Έως το τέλος του έτους η Ελλάδα έχει 5 ραντεβού με τους οίκους αξιολόγησης. Ο εθνικός στόχος της ένταξης σε επενδυτική κατηγορία ίσως γίνει νωρίτερα από τα τέλη του 2023 και είναι κρίσιμη η 4η Αυγούστου. Αν και δεν είναι- ακόμα- μέσα στην ομάδα των «4» οίκων αξιολόγησης της πιστοληπτικής ικανότητας τους οποίους αναγνωρίζει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, μία τέτοια κίνηση θα ανοίξει το δρόμο. Διότι θα δώσει σήμα στον Moody’s που αξιολογεί την Ελλάδα τον Σεπτέμβριο, ή στον S&P τον Οκτώβριο. Η θερινή αναβάθμιση από τον Scope θα δείξει την επιστροφή της χώρας στο καθεστώς της επενδυτικής βαθμίδας από τον Σεπτέμβριο και μετά θα ακολουθήσουν και οι άλλοι οίκοι έως το τέλος του έτους.
Οι ημερομηνίες αξιολογήσεων είναι οι εξής:
Αξιολόγηση χρέους από τον οίκο Scope Ratings (4 Αυγούστου
Αξιολόγηση χρέους από τον οίκο Scope Ratings (8 Σεπτεμβρίου)
Αξιολόγηση χρέους από τον οίκο Moody’s (15 Σεπτεμβρίου)
Αξιολόγηση χρέους από τον οίκο Standard & Poor’s (20 Οκτωβρίου)
Αξιολόγηση χρέους από τον οίκο Fitch (1η Δεκεμβρίου)
Ενώ λοιπόν η καναδική DBRS είναι η αμέσως επόμενη που αξιολογεί, το γεγονός ότι η τωρινή της αξιολόγηση είναι «BB (high)» με σταθερές προοπτικές, αφήνει ανοιχτό να μην αναλάβει αυτή την ευθύνη, αφήνοντας τη…θέση της ακόμη και στην Standard & Poor’s, χωρίς βέβαια να αποκλείεται και το οτιδήποτε άλλο. Αξίζει δε να σημειωθεί ότι η τωρινή αξιολόγηση της Moody’s, που προηγείται στις 15 Σεπτεμβρίου, εμπεριέχει σταθερές και όχι θετικές προοπτικές.
Τα αποτελέσματα και η θύμιση της προμνημονιακής περιόδου
Από εκεί και πέρα, τα αποτελέσματα θα φανούν στο Χρηματιστήριο Αθηνών και στην αγορά ελληνικών κρατικών χρεογράφων – όπως και στην αγορά εταιρικών ομολογιακών εκδόσεων. Ορισμένοι αναλυτές εκτιμούν ότι θα είναι θετικά, αλλά όχι εντυπωσιακά, καθότι οι αγορές έχουν αρχίσει ήδη να προεξοφλούν την αναβάθμιση και μέχρι το φθινόπωρο θα έχουν κάνει πολλά ακόμη βήματα προς αυτή την κατεύθυνση.
«Βρισκόμαστε ένα βήμα πριν από την ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας. Αυτό δεν έγινε τυχαία. Έγινε επειδή ασκήθηκε μία πολιτική που αύξησε τις επενδύσεις, οδήγησε σε ρεκόρ των εξαγωγών, έφερε τη χώρα στις πρώτες θέσεις ως προς το ρυθμό ανάπτυξης και μείωσε την ανεργία. Αν άκουγε κανείς την αντιπολίτευση, θα νόμιζε ότι μιλάμε για άλλη χώρα. Δεν τελειώνει η προσπάθεια, ωστόσο η αλήθεια είναι πως η Ελλάδα βρίσκεται σε ευμενή θέση γιατί υπάρχει μια ισχυρή βάση που δημιουργήθηκε με την πολιτική της προηγούμενης τετραετίας αλλά και με το αποτέλεσμα των εκλογών που στέλνει ισχυρό μήνυμα στις αγορές και τους επενδυτές», επεσήμανε ο υπουργός Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών Κωστής Χατζηδάκης μιλώντας πριν λίγες ημέρες στην Ολομέλεια της Βουλής στο πλαίσιο της συζήτησης του οικονομικού νομοσχεδίου.
Προφανώς και η επανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας θα είναι θετική για την ελληνική οικονομία, ωστόσο δεν αποτελεί πανάκεια. Άλλωστε, υπενθυμίζεται πως η Ελλάδα βρισκόταν σε επενδυτική βαθμίδα όταν μπήκε στα μνημόνια τον Μάιο 2010, με το κόστος δανεισμού της να βρίσκεται τότε στα ύψη. Αποκλείστηκε από τις αγορές τον Απρίλιο, αλλά έχασε την επενδυτική βαθμίδα από τη Moody’s στις 14 Ιουνίου του 2010, ήτοι περίπου ένα μήνα αργότερα. Πριν το ξέσπασμα της κρίσης που ξεκίνησε το 2009 η χώρα βρισκόταν πέντε βαθμίδες πιο πάνω. Συνεπώς, προφανώς και είναι καλοδεχούμενη για τη χώρα, αλλά δε διαδραματίζει και τον πιο σημαντικό ρόλο για την εξελικτική πορεία της ελληνικής οικονομίας, η οποία έχει ακόμη πολύ δρόμο να διανύσει.
Πηγή: ΟΤ