Η κλιμάκωση του ενεργειακού πολέμου Δύσης – Ρωσίας, μετά και τον σταδιακό τερματισμό της κατανάλωσης του ρωσικού πετρελαίου από τα κράτη-μέλη της ΕΕ, καθώς η προμήθεια αργού πετρελαίου από τη Ρωσία θα σταματήσει εντός έξι μηνών και των διυλισμένων προϊόντων του έως το τέλος του έτους, εντείνει τις ανησυχίες για τον ενεργειακό ανεφοδιασμό, ενώ πιέζει ανοδικά τις τιμές απειλώντας ακόμη και με τεχνητή ύφεση τις ευρωπαϊκές οικονομίες.
Οι φόβοι για τις επιπτώσεις του εξελισσόμενου ενεργειακού πολέμου εντείνονται επίσης και από το νέο διάταγμα Πούτιν που απειλεί να σπείρει το χάος στις αγορές, καθώς θα μπορούσε ανά πάσα στιγμή να σταματήσει τις εξαγωγές ή να ακυρώσει τις συμβάσεις με μια οντότητα ή άτομο στα οποία έχει επιβάλει κυρώσεις.
Επιφυλάξεις
Πέρα από τις ειδικές ρυθμίσεις που διεκδίκησαν ορισμένες χώρες, (προτάθηκε μεταβατική περίοδος ως το 2024), έντονες ήταν και οι επιφυλάξεις της Ελλάδας (μαζί με την Κύπρο και τη Μάλτα), ο στόλος της οποίας αντιπροσωπεύει το ήμισυ της χωρητικότητας υπό σημαία ΕΕ, σχετικά με την πρόταση της Κομισιόν για απαγόρευση (προτάθηκε μεταβατική περίοδος τριών μηνών) όλων των υπηρεσιών ναυτιλίας, μεσιτείας, ασφάλισης και χρηματοδότησης που προσφέρονται από εταιρείες της ΕΕ για τη μεταφορά ρωσικού πετρελαίου παγκοσμίως.
Η απαγόρευση της ναυτιλίας και των χρηματοοικονομικών υπηρεσιών για το ρωσικό πετρέλαιο θα ισχύει μόνο για εταιρείες της ΕΕ. Μια σειρά όμως από εταιρείες εκτός ΕΕ, με πολλές από τις μεγαλύτερες με έδρα τις Βερμούδες, προσφέρουν θαλάσσια μεταφορά πετρελαίου, ενώ μεσιτεία προσφέρεται επίσης από πολλές εταιρείες εκτός ΕΕ.
Ο κίνδυνος
Να σημειωθεί πως η Ρωσία συνεισέφερε τα προηγούμενα χρόνια το 40%-45% της αξίας των εισροών φυσικού αερίου της Ελλάδας, ποσοστό που μειώθηκε στο 30% το πρώτο διάστημα του 2022 και σχεδόν στο 20% της αξίας των ελληνικών εισαγωγών πετρελαίου. Ο κίνδυνος ενεργειακής επάρκειας για τη χώρα μας δείχνει πάντως περιορισμένος, λένε οι οικονομολόγοι, σημειώνοντας τις συγκριτικά χαμηλές εγχώριες ανάγκες σε φυσικό αέριο που αντιστοιχούν στο 20% της τελικής κατανάλωσης ενέργειας στην οικονομία. Επίσης η χώρα προχωρεί στην περεταίρω αξιοποίηση των φορτίων υγροποιημένου φυσικού αερίου LNG που προσεγγίζει εφέτος το 50% των συνολικών εισαγωγών, με τις υποδομές για αποθήκευση να είναι διπλάσιες και να συνεχίζουν να αυξάνουν, απόρροια των νέων επενδύσεων, των περιθωρίων εντατικότερης χρήσης των ΑΠΕ, αλλά και της προσωρινής αύξησης της χρήσης λιγνιτικών μονάδων.
Καθώς όμως οι εξελίξεις οδηγούν σε ένα ενεργειακό έλλειμμα στην ευρωζώνη, που θα έχει πληθωριστικό και υφεσιακό αντίκτυπο, θα επηρεαστεί και η ελληνική οικονομία. Ο πόλεμος εξάλλου συνεχίζεται, το μακροοικονομικό περιβάλλον επιδεινώνεται, ο πληθωρισμός αναμένεται να ξεπεράσει το 10% τον Απρίλιο και οι εκτιμήσεις για τον εφετινό ρυθμό ανάπτυξης περιορίζονται από το ΥΠΟΙΚ στο 3,1% ή στο 2,1% στο δυσμενές σενάριο του Προγράμματος Σταθερότητας, την ώρα που η κυβέρνηση εξαντλεί τα δημοσιονομικά περιθώρια για μέτρα στήριξης των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων, με τους αναλυτές να επισημαίνουν και το ρίσκο του εκλογικού κύκλου.
Εκτιμήσεις
Η μέση εκτίμηση (consensus) των οικονομολόγων των διεθνών οργανισμών, των διεθνών οίκων και των διεθνών τραπεζών είναι πάντως πως η ανάπτυξη εφέτος θα κυμανθεί στο ικανοποιητικό 3,2%, με τις συνέπειες του ενεργειακής κρίσης να δείχνουν «διαχειρίσιμες».
Συνολικά, η ΕΕ εισήγε 2,2 εκατ. βαρέλια πετρελαίου ημερησίως και 1,2 εκατ. βαρέλια ημερησίως διυλισμένων προϊόντων πριν από τον πόλεμο στην Ουκρανία, σύμφωνα με τον Διεθνή Οργανισμό Ενέργειας (IEA), ενώ σήμερα στέλνει 450 εκατομμύρια δολάρια ημερησίως στη Ρωσία για πετρέλαιο και 400 εκατομμύρια δολάρια ημερησίως για φυσικό αέριο, σύμφωνα με υπολογισμούς της δεξαμενής σκέψης Bruegel.
Το εμπάργκο
Η Ευρώπη εστιάζει σε εμπάργκο στο πετρέλαιο που μεταφέρεται κυρίως με δεξαμενόπλοια, ενώ είναι πολύ πιο δύσκολο να βρεθούν εναλλακτικές πηγές φυσικού αερίου, επειδή έρχεται κυρίως μέσω αγωγών. Το εμπάργκο πάντως θα σημαίνει αυξημένο κόστος μεταφοράς και, συνεπώς, υψηλότερες τιμές στα πρατήρια καυσίμων και στη θέρμανση των σπιτιών. Αναλυτές εκτιμούν πως μία εκτιμώμενη απώλεια 1,5-2 εκατ. βαρελιών την ημέρα θα οδηγήσει τελικά τις τιμές του πετρελαίου (από τα 110 δολάρια σήμερα) στα 130 δολάρια το βαρέλι μέχρι το τέλος του έτους.
Ενα ευρωπαϊκό εμπάργκο στο φυσικό αέριο δεν είναι ακόμη στο τραπέζι, ωστόσο η ΕΕ έχει δεσμευθεί να μειώσει τις εισαγωγές της κατά 2/3 μέσα σε έναν χρόνο.
Η Ρωσία είναι σήμερα ο τρίτος μεγαλύτερος παραγωγός αργού στον κόσμο, μετά τις ΗΠΑ και τη Σαουδική Αραβία. Σχεδόν το ήμισυ των εξαγωγών της κατευθύνονται προς την Ευρώπη. Το 27% των πετρελαϊκών εισαγωγών της ΕΕ προέρχεται από τη Ρωσία, όπως και το 40% των εισαγωγών φυσικού αερίου.
Το βασικό σενάριο της UBS Global Wealth Management προβλέπει περισσότερες αναταράξεις στις προμήθειες ρωσικού αερίου προς την Ευρώπη, ενώ αν και θεωρεί απίθανη την πλήρη διακοπή της ροής του, προβλέπει πως ορισμένες από τις στοχοποιημένες χώρες θα υποστούν οικονομική στασιμότητα ή ήπιες υφέσεις.
Το σενάριο
Οι πιθανότητες ενός πλήρους εμπάργκο στο ρωσικό φυσικό αέριο αυξάνονται και το σενάριο της διακοπής των ροών προς την Ευρώπη γίνεται πιθανότερο εκτίμησε η Bank of America, θεωρώντας ωστόσο πως το οικονομικό κόστος ενός τέτοιου σεναρίου θα είναι μεν μεγάλο αλλά διαχειρίσιμο, αν και δεν μπορεί να αποκλειστεί δελτίο στην κατανάλωση ενέργειας τον επόμενο χειμώνα, κάτι που θα φέρει πιο κοντά την ύφεση.
Το κεντρικό σενάριο της Bank of America δεν προβλέπει την πλήρη διακοπή των εισαγωγών φυσικού αερίου από τη Ρωσία, είτε γιατί η Ευρώπη θα επιβάλει πλήρες εμπάργκο είτε γιατί η Μόσχα θα κλείσει τις στρόφιγγες. Ομως ο κίνδυνος έχει αυξηθεί, καθώς η ρωσική επιθετικότητα όπως αναφέρει κλιμακώνεται.
Τεχνητή ύφεση
Αν πάντως κλείσουν οι στρόφιγγες και η Ευρώπη βρεθεί αντιμέτωπη με ένα σοκ ενέργειας παρόμοιο με εκείνο του κορωνοϊού, θα απαιτηθεί και πάλι μία κοινή ευρωπαϊκή δημοσιονομική απάντηση. Ενα εμπάργκο στις εισαγωγές ρωσικού φυσικού αερίου θα οδηγούσε σύμφωνα με τη Citigroup την ευρωζώνη σε τεχνητή ύφεση (δηλαδή σε δύο συνεχόμενα τρίμηνα αρνητικής ανάπτυξης). Οι πιο εκτεθειμένες οικονομίες, όπως η γερμανική, θα έβλεπαν το ΑΕΠ τους να μειώνεται κατά 3%-5% σύμφωνα με σχετική μελέτη της Bundesbank, η οποία εκτιμά πως το πετρέλαιο τύπου Brent θα μπορούσε να εκτιναχθεί στα 170 δολάρια το βαρέλι και οι τιμές του φυσικού αερίου να αυξηθούν ακόμα περισσότερο, οδηγώντας τον πληθωρισμό στην ευρωζώνη στο 9% εφέτος και στο 4% το 2023.
Οι τιμές ρεύματος χονδρικής στην Ευρώπη έχουν σημειώσει αύξηση από 150% έως 300% τους τελευταίους 12 μήνες, αυξάνοντας τους λογαριασμούς των καταναλωτών πάνω από 60%, χωρίς μάλιστα να συνυπολογίζονται τα κρατικά μέτρα στήριξης, σημειώνει η Morgan Stanley, προβλέποντας πως η σχέση προσφοράς και ζήτησης, οι επίμονα υψηλές τιμές φυσικού αερίου, οι δομικά υψηλότερες τιμές των εκπομπών ρύπων και η ενεργειακή πολιτική των κυβερνήσεων συνάδουν με υψηλές τιμές ρεύματος στο πρώτο μισό της δεκαετίας και πιθανώς και μετά από αυτό.
Πόσο ακριβή είναι η ηλεκτρική ενέργεια στην Ελλάδα
Στην εικοστή θέση μεταξύ 33 ευρωπαϊκών χωρών κατατάσσεται η Ελλάδα ως προς τις τιμές της ηλεκτρικής ενέργειας, σύμφωνα με τα στοιχεία που προκύπτουν από τη μηνιαία έρευνα HEPI για τις λιανικές τιμές του ηλεκτρικού σε χώρες της Ευρώπης, που διεξάγουν οι ρυθμιστικές αρχές ενέργειας της Αυστρίας και της Ουγγαρίας και η εταιρεία Vaasa ETT.
Η μέση τιμή καταναλωτή για την ηλεκτρική ενέργεια στην Ελλάδα (Αθήνα) διαμορφώθηκε τον Απρίλιο στα 21,04 λεπτά ανά κιλοβατώρα έναντι 27,48 που είναι ο μέσος όρος στις 27 χώρες-μέλη της ΕΕ. Στην πρώτη θέση βρίσκεται η Βρετανία (Λονδίνο) με 65,61 λεπτά ανά κιλοβατώρα και ακολουθούν η Κοπεγχάγη (53,84 λεπτά) και η Βιέννη (48,81 λεπτά).
Τι έχει αλλάξει σε σχέση με τη δεκαετία του ’70
Για ορισμένους, οι αυξανόμενες τιμές του πετρελαίου μπορεί να απηχούν τη δεκαετία του 1970, όταν οι γεωπολιτικές εντάσεις προκάλεσαν επίσης εκτίναξη των τιμών, αύξηση του πληθωρισμού, επιβράδυνση της ανάπτυξης και στασιμοπληθωρισμό.
Ωστόσο, σημειώνει μελέτη του ΔΝΤ, ο κόσμος έχει αλλάξει από τότε, καθώς το ειδικό βάρος του πετρελαίου έχει μειωθεί, αφού τότε για να παραχθεί 1 εκατ. δολ. χρειάζονταν 3,5 φορές περισσότερα βαρέλια πετρέλαιο σε σχέση με σήμερα, ο μηχανισμός επίσης ανόδου των μισθών σήμερα δύσκολα μπορεί να οδηγήσει σε ένα αρνητικό σπιράλ μισθολογικών αυξήσεων και πληθωρισμού, ενώ και η νομισματική πολιτική των κεντρικών τραπεζών είναι πιο αξιόπιστη σε σχέση με το ‘70.
Η διείσδυση των ΑΠΕ θα φθάσει στο 62% ως το 2030
Ο πόλεμος στην Ουκρανία έχει οδηγήσει την ενεργειακή αγορά σε πρωτοφανή μονοπάτια αβεβαιότητας, αναφέρει μελέτη της της McKinsey, σημειώνοντας πως ερώτημα αποτελεί εάν οι αυξήσεις των τιμών ενέργειας θα καθυστερήσουν την ενεργειακή μετάβαση ή θα επιταχύνουν την υιοθέτηση εναλλακτικών λύσεων χαμηλών εκπομπών άνθρακα, την ώρα που οι αγορές έρχονται αντιμέτωπες με μια ακραία αστάθεια, η οποία εδράζεται στις γεωπολιτικές εντάσεις και στην ανάκαμψη της ενεργειακής ζήτησης.
Καθ’ όλη τη διάρκεια του 2021, η παγκόσμια ζήτηση ενέργειας και οι εκπομπές αυξήθηκαν κατά 5% σε σύγκριση με το 2020, σχεδόν φτάνοντας επίπεδα προ COVID-19.
Μέχρι το 2050, η ηλεκτρική ενέργεια και η ενεργοποίηση του υδρογόνου θα μπορούσαν αντιπροσωπεύουν το 50% του ενεργειακού μείγματος. Η ζήτηση ηλεκτρικής ενέργειας προβλέπεται να τριπλασιαστεί ως το 2050, ενώ την ίδια περίοδο η παραγωγή ανανεώσιμων πηγών ενέργειας προβλέπεται να φτάσει το 80-90% του παγκόσμιου ενεργειακού μείγματος. Η ζήτηση για πετρέλαιο προβλέπεται να κορυφωθεί την επόμενη πενταετία, λόγω της απορρόφησης ηλεκτρικών οχημάτων. Ως το 2035, η ζήτηση φυσικού αερίου προβλέπεται να αυξηθεί κατά 10-20% σε σύγκριση με σήμερα. Μετά το 2035, η ζήτηση φυσικού αερίου θα υπόκειται σε μεγαλύτερες αβεβαιότητες, κυρίως λόγω της αλληλεπίδρασης με το υδρογόνο.
Οι ετήσιες επενδύσεις στην ενέργεια αναμένεται να διπλασιαστούν ως το 2035 να φθάσουν τα 1,5-1,6 τρισεκατομμύρια δολάρια, ενώ οι επενδύσεις σε τεχνολογίες απανθρακοποίησης μέχρι το 2050 θα υπερβαίνουν τις σημερινές συνολικές ενεργειακές επενδύσεις.
Μακροπρόθεσμα, η παραγωγή πράσινου υδρογόνου προβλέπεται να είναι ο μεγαλύτερος μοχλός της πρόσθετης ζήτησης ενέργειας (42% της αύξησης μεταξύ 2035-2050), με το υδρογόνο να διαδραματίζει βασικό ρόλο σε τομείς που δεν μπορούν να χρησιμοποιήσουν ηλεκτρισμό όπως η παραγωγή σιδήρου και χάλυβα.
Από την πλευρά της η Morgan Stanley αναμένει σταδιακή κατάργηση του άνθρακα ως το 2030, με το ποσοστό του στην παραγωγή ρεύματος να πέφτει από το 16% που ήταν το 2021 στο 5% ως το 2030, αλλά παραμένοντας ως το 2025 σημαντικά υψηλότερα από ό,τι προέβλεπε προηγουμένως. Παράλληλα, το φυσικό αέριο αναμένεται να παραμείνει στο ενεργειακό μείγμα ως το 2030, αν και σε μικρότερο βαθμό τα επόμενα χρόνια, λόγω του υψηλότερου κόστους αλλά και της προσπάθειας της ΕΕ να μειώσει την εξάρτησή της από τις ρωσικές ενεργειακές εισαγωγές. Επίσης η διείσδυση των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας στην Ευρώπη θα φθάσει στο 62% ως το 2030 (οριακά κάτω από τον στόχο του 65%), μέσω της προσθήκης 470 GW στην εγκατεστημένη ισχύ των ΑΠΕ.