Economist: Το ακριβό πετρέλαιο ήρθε για να μείνει και χωρίς τον πόλεμο στη Μέση Ανατολή
Όταν το Ιράν επιτέθηκε στο Ισραήλ την Κυριακή 14 Απριλίου, οι αγορές πετρελαίου ήταν κλειστές. Όταν άνοιξαν την επόμενη μέρα, η αντίδρασή τους ήταν μια κραυγαλέα αδιαφορία όπως αποτυπώθηκε στις τιμές: το Brent έπεσε κάτω από τα 90 δολάρια το βαρέλι και από τότε κινείται ακόμη και κάτω από τα 88 δολάρια.
Και αυτό γιατί οι traders περίμεναν ότι μια επίθεση θα είχε ακριβώς αυτά τα χαρακτηριστικά που μέχρι στιγμής επαληθεύονται: θα ήταν αρκετά μεγάλη ώστε να προκαλέσει ανησυχία, αλλά ταυτόχρονα θα ήταν και αρκούντως προφανές ότι θα πέσει στο κενό, γράφει σε ανάλυσή του ο Economist.
Τώρα στοιχηματίζουν ότι το Ισραήλ δεν θα βιαστεί να απαντήσει δυναμικά.
Ωστόσο, ακόμη και αν οι τιμές του πετρελαίου δεν εκτοξευτούν, παραμένουν υψηλές και φαίνεται πιθανό να αυξηθούν ακόμη υψηλότερα το καλοκαίρι, όταν η αύξηση της ζήτησης εν μέσω περιορισμένης προσφοράς πιθανότατα θα οδηγήσει σε έλλειμμα στην αγορά, πράγμα το οποίο κάνει από τους κεντρικούς τραπεζίτες μέχρι τους κυβερνώντες –και δη στις ΗΠΑ ενόψει εκλογών- να κάθονται σε αναμμένα κάρβουνα.
Οι αιτίες
Ως έναν βαθμό ο γεωπολιτικός κίνδυνος εξηγεί την άνοδο των τιμών του πετρελαίου κατά 20% από τον Δεκέμβριο. Το Brent ξεπέρασε τα 90 δολάρια για πρώτη φορά σε διάστημα σχεδόν έξι μηνών, μετά τον βομβαρδισμό του Ισραήλ στο προξενείο του Ιράν στη Δαμασκό την 1η Απριλίου.
Ακόμα μεγαλύτερο ρόλο παίζουν οι διαταραχές στον εφοδιασμό. Το Μεξικό μειώνει τις εξαγωγές προκειμένου να παράγει περισσότερη βενζίνη για τις εγχώριες ανάγκες. Την ίδια στιγμή, ένας αγωγός στη Σκοτία παρουσίασε διαρροή και χρειάστηκε να κλείσει, ενώ οι αναταραχές στη Λιβύη διαταράσσουν την παραγωγή και ο πόλεμος στο Νότιο Σουδάν θα μπορούσε να προκαλέσει κάτι ανάλογο.
Από την άλλη, η αυστηροποίηση των κυρώσεων εις βάρος της Ρωσίας κρατούν εκτός αγοράς το μεγαλύτερο μέρος του πετρελαίου της. Και επιπλέον, πρόσφατα τα διυλιστήρια στην Ινδία -τον δεύτερο μεγαλύτερο πελάτη της Ρωσίας από το 2022- ανακοίνωσαν ότι δεν θα δέχονται πλέον τα δεξαμενόπλοια που ανήκουν στη Sovcomflot, τη ρωσική κρατική ναυτιλιακή εταιρεία, υπό το φόβο των αντιδράσεων της Δύσης.
Τα περισσότερα από τα 40 πετρελαιοφόρα που υπόκεινται σε κυρώσεις από τις ΗΠΑ από τον Οκτώβριο δεν έχουν προχωρήσει στη φόρτωση ρωσικού πετρελαίου.
Και οι τελευταίες εξελίξεις στις σχέσεις Ουάσιγκτον – Μαδούρο που σηματοδοτούν εκ νέου επιβολή κυρώσεων στη Βενεζουέλα μπορεί να μειώσουν περαιτέρω την προσφορά, ενώ την ίδια ώρα επανεξετάζεται και η αυστηροποίηση του καθεστώτος εμπάργκο στις εξαγωγές ιρανικού πετρελαίου.
Ο ρόλος του ΟΠΕΚ+
Ταυτόχρονα, όλο το τελευταίο διάστημα, ο ΟΠΕΚ+ επιδιώκει απροκάλυπτα τη σύσφιγξη της προσφοράς. Τον Νοέμβριο το καρτέλ των πετρελαιοπαραγωγών χωρών δεσμεύτηκε να μειώσει την παραγωγή κατά 2,2 εκατομμύρια βαρέλια την ημέρα (b/d) ήτοι κατά 2% της παγκόσμιας παραγωγής.
Οι δε εξελίξεις διέψευσαν τους παρατηρητές που ανέμεναν ότι, με τις τιμές να αυξάνονται πιθανότατα το 2024, τα μέλη του ΟΠΕΚ+ θα χαλάρωναν τους περιορισμούς στην παραγωγή. Αντί για αυτό, αρκετές χώρες ανακοίνωσαν τον Μάρτιο ότι θα τους παρατείνουν μέχρι τα τέλη Ιουνίου. Η Ρωσία, μάλιστα, δήλωσε ότι θα επεκτείνει τις περικοπές της κατά άλλα 471.000 b/d, μειώνοντας την παραγωγή στα 9 εκατομμύρια b/d, από 10,8 b/d πριν από τον πόλεμο.
Πέρυσι, η αύξηση της προσφοράς εκτός του καρτέλ αντιστάθμισε και με το παραπάνω την αύξηση της ζήτησης. Φέτος η παραγωγή εκτός ΟΠΕΚ θα αυξηθεί και πάλι—η Βραζιλία και η Γουιάνα αναμένεται να αντλήσουν ποσότητες ρεκόρ—αλλά η ανάπτυξη θα επιβραδυνθεί. Τα παγκόσμια αποθέματα πετρελαίου ήδη πέφτουν και θα μειωθούν ακόμη περισσότερο το καλοκαίρι, όταν οι Αμερικανοί βγουν στους δρόμους με τα αυτοκίνητά τους για τις διακοπές τους.
Και όλα αυτά συμβαίνουν ενόψει ισχυρής ζήτησης. Τα στοιχεία για τη βιομηχανική δραστηριότητα σε ΗΠΑ, Κίνα και ΕΕ εξέπληξαν ανοδικά, οδηγώντας τον Διεθνή Οργανισμό Ενέργειας να αναθεωρήσει την πρόβλεψή του για την αύξηση της παγκόσμιας ζήτησης αργού σε 1,2 εκατομμύρια b/d φέτος, από 900.000 b/d που προέβλεπε τον Οκτώβριο. Άλλοι, συμπεριλαμβανομένων ορισμένων μεγάλων εμπόρων και του ίδιου του ΟΠΕΚ, υπολογίζουν ότι η αύξηση της ζήτησης μπορεί να πλησιάσει ή να ξεπεράσει τα 2 εκατομμύρια b/d.
Πού θα φτάσει η τιμή;
Εάν ο ΟΠΕΚ+ διατηρήσει τις περικοπές του αμετάβλητες, θα μπορούσε να φτάσει τα 100 δολάρια μέσα σε μερικούς μήνες, αλλά αυτό δεν είναι κάτι που επιθυμεί το καρτέλ, εκτιμά ο Economist. Πολλά μέλη, ιδίως η Σαουδική Αραβία, ανησυχούν ότι μια ταχεία άνοδος της τιμής του πετρελαίου θα μπορούσε να ζημιώσει την πλευρά της ζήτησης. Το πιο ακριβό αργό ωθεί τις τιμές της αμερικανικής βενζίνης πιο κοντά στα 4 δολάρια. Μια άνοδος πέρα από αυτό το σημείο θα μπορούσε να μειώσει τη ζήτηση βενζίνης κατά 200.000 b/d το καλοκαίρι, εκτιμά η JPMorgan, κάτι το οποίο μπορεί να αναγκάσει τον ΟΠΕΚ+ να αυξήσει την παραγωγή.
Ο Χόρχε Λεόν, πρώην αναλυτής του ΟΠΕΚ, νυν στέλεχος στην εταιρεία συμβούλων Rystad Energy, αναμένει ότι το αργό θα ανέλθει κατά μέσο όρο στα 90 δολάρια το βαρέλι το τρίτο τρίμηνο του έτους και στα 89 δολάρια το τελευταίο τρίμηνο.
Τα σενάρια
Ακόμα κι αν κλιμακωθεί η αντιπαράθεση μεταξύ Ισραήλ και Ιράν, είναι απίθανο να αλλάξει πολλά, εκτιμούν οι αναλυτές, οι οποίοι θεωρούν πως οποιαδήποτε μείωση στις εξαγωγές του Ιράν – αξίας 1,6 εκατ. b/d τον Μάρτιο – μπορεί να εξισορροπηθεί με περισσότερη άντληση από τις άλλες χώρες μέλη του ΟΠΕΚ.
Σε ένα χειρότερο σενάριο, το Ιράν θα μπορούσε να αποφασίσει να κλείσει το στενό του Ορμούζ, μέσω του οποίου διέρχεται το 30% του θαλάσσιου πετρελαίου του κόσμου και σχεδόν όλο του Κόλπου. Κάτι τέτοιο, όμως, θα εξοργίσει σχεδόν όλους στην περιοχή και θα αποκόψει το Ιράν από τον μοναδικό αγοραστή του, την Κίνα. Για να αποφύγει κάτι τέτοιο το Ιράν θα μπορούσε να επιλέξει κάποια άλλη κίνηση, όπως θα ήταν η παρενόχληση πλοίων στον Κόλπο. Ωστόσο, υπενθυμίζεται ότι ακόμη και ο «πόλεμος των δεξαμενόπλοιων» της δεκαετίας του 1980 -όταν εκατοντάδες δεξαμενόπλοια δέχθηκαν επίθεση- απέτυχε να αυξήσει με διάρκεια τις τιμές.
Το πιο πιθανό σενάριο, επομένως, γράφει ο Economist, είναι οι τιμές του πετρελαίου να συνεχίσουν να κυμαίνονται σε ανεκτά επίπεδα, σε ένα εύρος μεταξύ 85 και 90 δολαρίων το βαρέλι, αποφέροντας και πάλι στα μέλη του ΟΠΕΚ πολύ μεγάλα κέρδη.
Ωστόσο, οι τιμές είναι απίθανο να πέσουν σύντομα, επισημαίνουν οι αναλυτές.
Πηγή: ΟΤ