ΔΝΤ : Μειώνει την πρόβλεψη για τον ρυθμό ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας στο 3,8%
Ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας με ρυθμό 3,8% για φέτος και 5% για το 2022 προβλέπει πλέον το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ) στην έκθεσή του για τις προοπτικές της παγκόσμιας οικονομίας (World Economic Outlook) που έδωσε στη δημοσιότητα.
Την επι τα χείρω αναθεώρησή του για την ανάπτυξη στις επικαιροποιημένες προβλέψεις του ισορροπεί σε ένα βαθμό με την θετική έκπληξη στις εκτιμήσεις του για την ανεργία. Ο εφιάλτης εκρηκτικής αύξησης των ανέργων κοντά στο 20% του εργατικού δυναμικού έχει δώσει τώρα τη θέση του σε προβλέψεις μείωσης της ανεργίας στο 15,2% το επόμενο έτος, μετά από οριακή αύξηση φέτος.
Ειδικότερα, για την ανεργία στην Ελλάδα, το Ταμείο προβλέπει ότι θα κινηθεί φέτος περίπου στα περσινά επίπεδα – στο 16,6% έναντι 16,4% το 2020 – και ότι θα μειωθεί στο 15,2% το 2022.
Όσον αφορά στο έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, αναμένεται μείωσή του από 7,4% του ΑΕΠ πέρυσι στο 6,6% το 2021 και το 3,5% το 2022.
Ο πληθωρισμός αναμένεται να επανέλθει σε θετικό επίπεδο και να διαμορφωθεί στο 0,2% φέτος και το 0,8% το 2022 από -1,3% το 2020.
Ρυθμός ανάπτυξης
Συγκεκριμένα, το Ταμείο εκτιμά ότι φέτος η Ελλάδα θα πετύχει ρυθμό ανάπτυξης 3,8% με εντυπωσιακή ανάπτυξη 6,9% το τελευταίο τέταρτο τρίμηνο της χρονιάς.
Το 2022 θα είναι σαφώς καλύτερο, με ετήσια ανάπτυξη 5%, καλύπτοντας τις απώλειες του 2020 (-8,2%) αλλά σε βάθος χρόνου, το ΔΝΤ επιμένει στην πάγια εκτίμησή του ότι ο ρυθμός ανάπτυξης θα κυμαίνεται στην περιοχή του του 1% (προβλέπει 1,4% για το 2026).
Στο μέτωπο της ανεργίας, το Ταμείο υποβάλει την Ελλάδα σε σκωτσέζικο ντους. Προέβλεπε πέρυσι τον Οκτώβριο έκρηξη της ανεργίας στο 19,9% το 2020, τώρα εκτιμά πως πέρυσι η ανεργία έκλεισε στο 16,4%. Για το 2021 προβλέπει οριακή επιδείνωση στο 16,6% αλλά το 2022 υποστηρίζει πως η ανεργία θα συρρικνωθεί στο 15,2%.
Με διαφορετικές ταχύτητες η ανάκαμψη της παγκόσμιας οικονομίας
Το ΔΝΤ αναθεώρησε ανοδικά τις προβλέψεις του για την παγκόσμια οικονομία σε σχέση με τον Ιανουάριο, λόγω της καλής προσαρμογής της στα δεδομένα της εποχής του κοροναϊού, των εμβολιαστικών προγραμμάτων και των πρόσθετων μέτρων δημοσιονομικής στήριξης, κυρίως στις ΗΠΑ.
Η πρόβλεψή του τώρα είναι ότι η παγκόσμια οικονομία θα αναπτυχθεί με ρυθμό 6% το 2021 (αναβάθμιση κατά μισή ποσοστιαία μονάδα) και 4,4% το 2022 (0,2 της ποσοστιαίας μονάδας επιπλέον) μετά την ύφεση-ρεκόρ 3,3% το 2020.
Η αναβάθμιση οφείλεται στη βελτίωση των προοπτικών των αναπτυγμένων οικονομιών και ιδιαίτερα των ΗΠΑ, που αναμένεται να αναπτυχθούν με ρυθμό 6,4% φέτος και να ξεπεράσουν το 2021 το επίπεδο του ΑΕΠ που είχαν πριν από τον κοροναϊό.
Η Ευρωζώνη θα ανακάμψει, επίσης, φέτος, αλλά με χαμηλότερη ταχύτητα καθώς το ΑΕΠ της προβλέπεται να αυξηθεί 4,4% φέτος και 3,8% το 2022.
Πολύ υψηλός θα είναι ο ρυθμός ανάπτυξης της κινεζικής οικονομίας που αναμένεται να φθάσει το 8,4% φέτος. Η Κίνα επανήλθε ήδη από το 2020 στο προ της κρίσης επίπεδο του ΑΕΠ, ενώ για πολλές αναπτυσσόμενες και αναδυόμενες οικονομίες αυτό δεν θα συμβεί πριν από το 2023.
Το ΔΝΤ τονίζει ότι οι δυσκολίες παραμένουν μεγάλες στο μέλλον. Αφενός μεν η πανδημία δεν έχει νικηθεί ακόμη και τα κρούσματα του κοροναϊού αυξάνονται σε πολλές χώρες και αφετέρου οι ρυθμοί ανάκαμψης αποκλίνουν επικίνδυνα μεταξύ των χωρών και μέσα στις χώρες, καθώς οι οικονομίες με λιγότερους εμβολιασμούς, πιο περιορισμένες πολιτικές στήριξης και πιο εξαρτημένες από τον τουρισμό τα πάνε λιγότερο καλά.
Μεγαλύτερο πλήγμα για τις φτωχές χώρες
Οι αποκλίσεις στους ρυθμούς ανάκαμψης έχουν ιδιαίτερη σημασία, σύμφωνα με το ΔΝΤ, επειδή αντιστρέφουν την πρόοδο που είχε επιτευχθεί στο παρελθόν για τη μείωση της φτώχειας σε παγκόσμιο επίπεδο και είναι πιθανό να διευρύνουν το χάσμα στο βιοτικό επίπεδο όχι μόνο μεταξύ των χωρών, αλλά και μέσα στις χώρες.
Οι συνολικές απώλειες κατά κεφαλήν εισοδήματος την περίοδο 2020-22, σε σχέση με τις προ κορονοϊού προβλέψεις, εκτιμάται ότι θα αντιστοιχούν στο 20% του κατά κεφαλήν εισοδήματος του 2019 στις αναπτυσσόμενες οικονομίες και αναδυόμενες αγορές, ενώ στις αναπτυγμένες θα είναι σχεδόν οι μισές (11%).
Σημειώνει, επίσης, ότι το 2020 αυξήθηκαν κατά 95 εκατομμύρια οι άνθρωποι που ζουν σε συνθήκες ακραίας φτώχειας.
Μέσα στις χώρες, οι νέοι και οι εργαζόμενοι με χαμηλότερες δεξιότητες θα επηρεασθούν περισσότερο, ενώ λόγω της επιτάχυνσης της ψηφιοποίησης και του αυτοματισμού των οικονομιών, στην οποία οδήγησε η κρίση, πολλές θέσεις εργασίας θα χαθούν οριστικά και οι πολιτικές θα πρέπει να αφορούν στην ανακατανομή των εργαζομένων σε άλλους κλάδους, με στοχευμένες επιδοτήσεις προσλήψεων και επανακατάρτισής τους.
Επιπλέον, σύμφωνα με το ΔΝΤ, οι διαφορετικοί ρυθμοί ανάκαμψης μπορεί να προκαλέσουν κινδύνους για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα, αν τα επιτόκια στις ΗΠΑ – όπου η απόδοση του 10ετούς ομολόγου έχει αυξηθεί ήδη στο 1,75% από μόλις 0,5% το περασμένο καλοκαίρι – αυξηθούν περαιτέρω με απρόσμενο τρόπο.
«Αυτό θα μπορούσε να προκαλέσει μείωση των πολύ υψηλών αποτιμήσεων των στοιχείων ενεργητικού με άτακτο τρόπο, την απότομη σύσφιξη των χρηματοπιστωτικών συνθηκών και την επιδείνωση των προοπτικών ανάκαμψης, ιδιαίτερα για κάποιες πολύ μοχλευμένες αναδυόμενες αγορές και αναπτυσσόμενες οικονομίες».
Στα 16 τρισ. δολ. τα δημοσιονομικά μέτρα στήριξης
Το ΔΝΤ εκτιμά ότι η περσινή μεγάλη ύφεση θα μπορούσε να ήταν τρεις φορές χειρότερη, αν δεν υπήρχε η μεγάλης κλίμακας στήριξη σε παγκόσμιο επίπεδο, όπως τα δημοσιονομικά μέτρα ύψους 16 τρισ. δολαρίων και οι αγορές ομολόγων από τις κεντρικές τράπεζες.
Χάρη στη στήριξη αυτή αποφεύχθηκε μία χρηματοπιστωτική κρίση και έτσι οι μεσοπρόθεσμες απώλειες για το ΑΕΠ αναμένεται να είναι χαμηλότερες σε σχέση με την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση του 2008.
Σε αντίθεση, όμως, με ό,τι συνέβη μετά το 2008, τώρα τα μεγαλύτερα πλήγματα αναμένεται να δεχθούν οι χώρες με χαμηλό εισόδημα και οι αναδυόμενες αγορές που έχουν περιορισμένα περιθώρια για μέτρα στήριξης.
Το ΔΝΤ προειδοποιεί ότι καθώς θα αποσύρονται έκτακτα μέτρα, όπως οι αναστολές πληρωμής δόσεων δανείων, οι πτωχεύσεις επιχειρήσεων μπορεί να αυξηθούν σημαντικά και να θέσουν σε κίνδυνο το 10% των θέσεων εργασίας σε πολλές χώρες.
«Για να περιορισθούν οι μακροχρόνιες ζημιές, οι χώρες πρέπει να εξετάσουν τη μετατροπή της προηγούμενης στήριξης ρευστότητας (δάνεια) σε μία στήριξη μετοχικού τύπου για τις βιώσιμες εταιρείες, παράλληλα με την ανάπτυξη εξωδικαστικών πλαισίων αναδιάρθρωσης για την επίσπευση πιθανών πτωχεύσεων», σημειώνει.
(με πληροφορίες από ΑΠΕ-ΜΠΕ)