Ανάλυση: Το μέγεθος της κρίσης και τα ερωτήματα για την αποτελεσματικότητα των κυβερνητικών μέτρων
Υπό κανονικές συνθήκες η έκτη αξιολόγηση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στο πλαίσιο της «ενισχυμένης εποπτείας» της ελληνικής οικονομίας, δηλαδή της μεταμνημονιακής επιτήρησης, θα αντιμετωπιζόταν ως ένα καλό νέο, εφόσον δίνει το «πράσινο φως» για την εκταμίευση άλλων 748 εκατομμυρίων ευρώ, που περιλαμβάνονται στα συμφωνηθέντα μέτρα ελάφρυνσης του χρέους.
Όμως, την ίδια στιγμή η έκθεση επαναλαμβάνει τις προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την ελληνική οικονομία, που περιλαμβάνουν πρόβλεψη για ύφεση σοκ ύψους 9,7% το 2020, πριν την ανάκαμψη το 2021 και υπογραμμίζει ότι το μεγάλο πρόβλημα είναι η μεγάλη εξάρτηση της ελληνικής οικονομίας από κλάδους που πλήττονται σε μεγάλο βαθμό από τα μέτρα για την πανδημία αλλά και από την παγκόσμια οικονομική ύφεση, όπως είναι ο τουρισμός.
Ανάλογες αρνητικές εκτιμήσεις για την ελληνική οικονομία, τουλάχιστον στον βραχύ χρόνο του δεύτερου τριμήνου του 2020 κάνει και η ελληνική κυβέρνηση με τον αρμόδιο υπουργό Χρ. Σταϊκούρα να προβλέπει ακόμη και διψήφια συρρίκνωση για αυτή τη συγκεκριμένη περίοδο.
Τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ
Από αυτή την άποψη είναι πολύ χαρακτηριστικά τα στοιχεία που έδωσε στη δημοσιότητα η Ελληνική Στατιστική Αρχή σε σχέση με τις επιπτώσεις από τα μέτρα που ελήφθησαν για την απελευθέρωση των επενδύσεων.
Ήδη τον Μάρτιο του 2020, μήνα στη διάρκεια του οποίου ξεκίνησαν τα μέτρα η βιομηχανική παραγωγή υποχώρησε κατά 9,3% σε σχέση με τον αντίστοιχο μήνα του 2019, τη μεγαλύτερη τέτοια μεταβολή από την αρχή του 2018.
Ως προς τα ίδια τα μέτρα, η ΕΛΣΤΑΤ σημειώνει ότι είχαν ως αποτέλεσμα να τεθούν σε καθεστώς αναστολής λειτουργίας 205.984 χιλιάδες επιχειρήσεις (αυτές με υποχρέωση τήρηση διπλογραφικών στοιχείων για τις οποίες υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία σε μηνιαία βάση). Αυτό εκπροσωπούσε το 14,6% του συνολικού αριθμού των επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στο σύνολο των επιχειρήσεων. Εάν δούμε τους επιμέρους κλάδους θα δούμε ότι αυτό αντιπροσωπεύει το 80,9% των επιχειρήσεων εστίασης, το 87,1% των επιχειρήσεων καταλυμάτων, το 39,8% των επιχειρήσεων λιανικού εμπορίου, το 88,8% των επιχειρήσεων εκπαίδευσης.
Αντίστοιχα, μπορούμε να δούμε τα στοιχεία για την υποχώρηση του κύκλου εργασιών ανάμεσα στο Α΄ Τρίμηνο του 2019 και το Α΄ Τρίμηνο του 2020, υπογραμμίζοντας και πάλι ότι το μεγαλύτερο μέρος αυτού του διαστήματος δεν περιλαμβάνει μέτρα αναστολής λειτουργία. Η συνολική υποχώρηση του τζίρου για αυτές τις επιχειρήσεις ήταν 11,8% ή 556 εκατομμύρια ευρώ.
Αν δούμε τα στοιχεία για τις επιχειρήσεις που έχουν υποχρέωση για την τήρηση διπλογραφικών βιβλίων και ανήκουν στους κλάδους που τέθηκαν αναστολή λειτουργίας βλέπουμε ότι το Μάρτιο του 2020 ο κύκλος εργασιών ήταν μειωμένος κατά 47% ή κατά 560, 4 εκατομμύρια ευρώ.
Με βάση αυτά τα δεδομένα μπορεί κανείς να σχηματίσει μια εικόνα για την υποχώρηση της οικονομικής δραστηριότητας τον Απρίλιο, μήνα που ανήκει εξ ολοκλήρου μέσα στην περίοδο αναστολής λειτουργίας, αλλά και για τον Μάιο στον οποίο τα μέτρα συνεχίστηκαν για αρκετούς κλάδους.
Και βέβαια ας μην ξεχνάμε ότι η αναστολή λειτουργίας συγκεκριμένων κλάδων είναι μία από τις πλευρές της υποχώρησης της οικονομικής δραστηριότητας, καθώς η αναστολή λειτουργίας αυτών των κλάδων σε συνδυασμό με τα μέτρα απαγόρευσης των μετακινήσεων επηρέασαν το σύνολο της οικονομίας μειώνοντας τον κύκλο εργασιών και σε κλάδους που δεν ανήκαν σε αυτούς που τέθηκαν σε αναστολή λειτουργίας, κάτι που θα γίνει σαφές όταν δούμε τα στοιχεία για το δεύτερο τρίμηνο του 2020, που όλοι αναμένουν ότι θα καταγράψει μία από τις μεγαλύτερες υφεσιακές δυναμικές των τελευταίων ετών.
Η κρίση της απασχόλησης
Δεν είναι τυχαίο ότι όλες οι εκτιμήσεις κατατείνουν τελικά και σε μια μεγάλη αύξηση της ανεργίας, καθώς ήδη τον Απρίλιο είχαμε το χειρότερο ισοζύγιο προσλήψεων απολύσεων εδώ και μια εικοσαετία, καθώς καταβαραθρώθηκαν οι νέες προσλήψεις, πράγμα που σημαίνει ότι δεν είχαμε το κύμα προσλήψεων που παραδοσιακά εμφανίζεται αυτή την περίοδο.
Είναι αλήθεια ότι τα μέτρα που έχουν ληφθεί για τους εργαζομένους και η ισχύς των οποίων έχει παραταθεί με διαδοχικές αποφάσεις, δεν έχουν οδηγήσει σε μαζική τυπική απώλεια θέσεων εργασίας. Όμως, έχουν οδηγήσει σε αναστολές συμβάσεων και σε εκ περιτροπής εργασία και προοπτικά, εάν δεν υπάρξει ανάκαμψη της οικονομίας και σε αύξηση της ανεργίας, σε μια περίοδο που ούτως ή άλλως, παρά τη μείωση των προηγούμενων ετών, παρέμενε η υψηλότερη στην Ευρώπη.
Ο πιθανός δημοσιονομικός αντίκτυπος
Η απόφαση σε ευρωπαϊκό επίπεδο ότι για φέτος έχει αρθεί η υποχρέωση για πρωτογενή πλεονάσματα ύψους 3,5% σημαίνει ότι η κυβέρνηση δεν αγχώνεται το ίδιο για την υποχώρηση των δημόσιων εσόδων εξαιτίας των μέτρων. Τα στοιχεία που ανακοίνωσε το γραφείο προϋπολογισμού της Βουλής αναφέρουν υστέρηση εσόδων 1,3 δισ. για το πρώτο τρίμηνο του 2020, υστέρηση που αναμένεται να διευρυνθεί το επόμενο διάστημα. Αντίστοιχα, το πρώτο τετράμηνο του 2020 ο προϋπολογισμός του κλάδου της κύριας ασφάλισης του ΕΦΚΑ κατέγραψε απώλειες εσόδων 707 εκατομμυρίων ευρώ, απώλειες που επίσης αναμένεται να συνεχιστούν το επόμενο διάστημα.
Στις απώλειες μελλοντικών εσόδων του δημοσίου ας προσθέσουμε και την καθυστέρηση που αναμένεται να υπάρξει σε μεγάλα σχέδια ιδιωτικοποιήσεων που αναμένεται να καθυστερήσουν εξαιτίας των επιπτώσεων της πανδημίας αλλά και της παγκόσμιας οικονομικής ύφεσης. Αυτή άλλωστε είναι και μία από τις επισημάνσεις της έκτης αξιολόγησης. Αυτό αφορά κρίσιμες ιδιωτικοποιήσεις όπως είναι αυτές που αφορούν την πώληση μεριδίου των Ελληνικών Πετρελαίων ή την πώληση μεριδίου 30% αεροδρομίου Ελευθέριος Βενιζέλος.
Τα κυβερνητικά μέτρα και τα ανοιχτά ερωτήματα για το μέλλον
Η κυβέρνηση ανακοίνωσε μέτρα ύψους 24 δισεκατομμυρίων για την ανάσχεση της ύφεσης και τη σταδιακή επανεκκίνηση της οικονομίας.
Τα μέτρα αυτά κυρίως αποσκοπούν στο να μειώσουν τις επιπτώσεις στις επιχειρήσεις από τη μεγάλη μείωση του τζίρου τους, να επιδοτήσουν τη διατήρηση θέσεων εργασίας, να αποτρέψουν τις μαζικές απολύσεις και να περιορίσουν τις κοινωνικές επιπτώσεις για τους εργαζομένους σε επιχειρήσεις που δεν μπορούν να λειτουργήσουν. Εξ ου και επιλογές όπως η συνέχιση της οικονομικής ενίσχυσης εργαζομένων σε επιχειρήσεις που θα παραμείνουν κλειστές.
Ταυτόχρονα, η κυβέρνηση ελπίζει ότι η σταδιακή έστω και μερική επανεκκίνηση μερικών κλάδων θα μειώσει τις καταστροφικές δυναμικές της ύφεσης και άρα σε συνδυασμό με τα μέτρα που λαμβάνει θα υπάρξει μια περίοδος ύφεσης με ελεγχόμενες κοινωνικές επιπτώσεις να οδηγήσει σε μια σχετικά γρήγορη ανάκαμψη.
Βέβαια όλα αυτά έχουν αρκετά ανοιχτά ερωτήματα. Ορισμένα αφορούν την ίδια τη δυναμική της πανδημίας. Οποιαδήποτε νέα μεγάλη έξαρση της πανδημίας που θα οδηγήσει σε σημαντικής διάρκειας λήψη ξανά περιοριστικών μέτρων, απειλεί να πυροδοτήσει ακόμη μεγαλύτερες υφεσιακές δυναμικές και να κάνει τα πράγματα ακόμη πιο δύσκολα.
Άλλα αφορούν την ίδια την αλληλοτροφοδοτούμενη δυναμική της ύφεσης. Ανεξάρτητα από τα μέτρα που έχουν ληφθεί, είναι σαφές ότι και σημαντική μείωση διαθέσιμου εισοδήματος θα υπάρξει και δοκιμασία της αντοχής ιδίως αρκετών μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων. Ο τρόπος που όλα αυτά αλληλεπιδρούν και η κλίμακα των πιέσεων που θα ασκήσουν στις επιχειρήσεις, σε συνδυασμό με την υποχώρηση της ζήτησης και την επιφύλαξη ως προς την επένδυση, θα κρίνουν σε μεγάλο βαθμό και το τελικό μέγεθος της οικονομικής κρίσης.
Σε αυτά προστίθενται και τα ερωτήματα για τη μορφή που θα πάρουν τα ευρωπαϊκά μέτρα και τον τα αποτελέσματα που θα μπορέσουν να έχουν και για την ελληνική οικονομία.
Και βέβαια υπάρχει πάντα και το κοινωνικό ζήτημα: η κυβέρνηση δείχνει να θέλει να αποφύγει μια συνθήκη κοινωνικής κρίσης. Όμως, με την υποχώρηση της οικονομικής δραστηριότητας, τη μείωση της απασχόλησης και την πραγματική μείωση που θα έχουν στα εισοδήματά τους οι εργαζόμενοι που θα ενταχθούν στα διάφορα καθεστώτα επιδότησης, είναι σαφές ότι θα έχουν ένταση και της κοινωνικής ανασφάλειας και των κοινωνικών ανισοτήτων. Το είδος των αντιδράσεων που αυτό θα δημιουργήσει θα είναι μία από τις αστάθμητες μεταβλητές της επόμενης περιόδου.
Δεν είναι τυχαίο ότι αρκετοί βλέπουν στα μέτρα της κυβέρνησης και έναν προεκλογικό σχεδιασμό ή τουλάχιστον μια προεκλογική ετοιμότητα. Σύμφωνα με αυτή την εκτίμηση, ο πρωθυπουργός θέλει να μπορεί να είναι σε θέση να πάει σε εκλογές με θετικό κλίμα ώστε να έχει ισχυρή νομιμοποίηση για να αντιμετωπίσει πιθανές δυσκολότερες συνθήκες από το φθινόπωρο και μετά.