Αγορά εργασίας : Ανισες ευκαιρίες και αμοιβές μεταξύ ανδρών και γυναικών – Ποιες μεταρρυθμίσεις είναι αναγκαίες
Ηλίας Γεωργάκης – Ελένη Στεργίου
Οικονομική δραστηριότητα χωρίς τη σημαντική συμβολή των γυναικών δείχνουν τα στοιχεία, τα οποία εξακολουθούν να καταγράφουν την ύπαρξη ανισοτήτων στην ελληνική αγορά εργασίας, αναδεικνύοντας το κλείσιμο του χάσματος σε πολιτική πρόκληση υψίστης σημασίας.
Πέραν της ψαλίδας μεταξύ των δύο φύλων στις αμοιβές, το ποσοστό συμμετοχής των γυναικών στην αγορά εργασίας περιορίζεται σημαντικά στην Ελλάδα, ενώ το ποσοστό ανεργίας φτάνει κοντά στο 20%, σημαντικά υψηλότερο από εκείνο στους άνδρες που πλησιάζει το 14%.
Παρά το γεγονός ότι σε πιο πρόσφατες γενιές, οι γυναίκες έχουν υψηλότερο εκπαιδευτικό επίπεδο από τους άνδρες, οι άνδρες καταλαμβάνουν περισσότερες αναλογικά διευθυντικές θέσεις.
Σύμφωνα με πρόσφατα στοιχεία μόνο στο 27% (μέσος όρος στο διάστημα 2011-18) των διευθυντικών θέσεων βρίσκονται γυναίκες, με το ποσοστό των γυναικών στο σύνολο των απασχολουμένων στο 42%.
Παρόμοια η εικόνα και στις αμοιβές, αφού παραμένει η ψαλίδα των μισθολογικών ανισοτήτων, με τα επίσημα ευρωπαϊκά στοιχεία να δείχνουν ότι οι γυναίκες κερδίζουν περίπου 12,5% λιγότερο ανά ώρα εργασίας από τους άνδρες. Ωστόσο, το μισθολογικό χάσμα στην Ελλάδα την περίοδο 2010 – 2018 περιορίστηκε κατά 12%, εμφανίζοντας τη σημαντικότερη μείωση στην ΕΕ.
Σύμφωνα με τις προτάσεις της Εκθεσης της Επιτροπής Πισσαρίδη, για την αντιμετώπιση της ανισότητας ευκαιριών για τις γυναίκες στην αγορά εργασίας η κυβέρνηση θα πρέπει να προωθήσει την έννοια της κοινωνικής ευθύνης για τις επιχειρήσεις, οι οποίες θα πρέπει να υποστηρίζουν τις γυναίκες κατά την περίοδο τεκνοποίησης.
Η κυβέρνηση, επίσης, μπορεί να χρησιμοποιήσει μια συστηματική και εκτεταμένη εκστρατεία ενημέρωσης για να επικοινωνήσει το παραπάνω μήνυμα. Επιπλέον, προτρέπει την πολιτική ηγεσία να προβεί σε αναθεώρηση των νόμων για τις άδειες μητρότητας (άδεια τοκετού και λοχείας, ειδική εξάμηνη άδεια μετά την άδεια τοκετού, άδεια φροντίδας παιδιού).
Σημειώνει δε πως οι τρέχουσες παροχές άδειας μητρότητας στον δημόσιο τομέα είναι πιο γενναιόδωρες από τις προβλεπόμενες στον ιδιωτικό τομέα και θα πρέπει ιδανικά να εξισωθούν.
Η μεταρρύθμιση πρέπει να έχει τους παρακάτω στόχους:
Μεταφορά του μισθολογικού κόστους των αδειών από τις επιχειρήσεις στο κράτος για να μειωθούν τα αντικίνητρα στην πρόσληψη των γυναικών.
Σύστημα πατρικής άδειας παρόμοιο με αυτό των γυναικών ώστε να ενισχυθεί η συμμετοχή των ανδρών στην ανατροφή των παιδιών τους και η αγορά εργασίας να τους αντιμετωπίζει το ίδιο με τις γυναίκες.
Ευελιξία στο πότε μια γυναίκα θα ξεκινήσει και θα τελειώσει την άδεια τοκετού χωρίς συγκεκριμένους περιορισμούς από το κράτος. Το σημαντικό στοιχείο είναι να αφαιρεθούν περιορισμοί και διαφορές ανάμεσα στα φύλα όσον αφορά την ανατροφή των παιδιών και την αγορά εργασίας.
Στην Ευρώπη
Παρότι έχει σημειωθεί σημαντική πρόοδος, οι ανισότητες μεταξύ ανδρών και γυναικών στην αγορά εργασίας εξακολουθούν να υπάρχουν σε όλη την Ευρώπη. Οι γυναίκες στην ΕΕ κερδίζουν περίπου 15% λιγότερο ανά ώρα εργασίας από τους άνδρες. Υπάρχουν, όμως, σημαντικές διαφορές μεταξύ κρατών – μελών: η μεγαλύτερη διαφορά αμοιβών σημειώθηκε στην Εσθονία (23%), ενώ το μικρότερο μισθολογικό χάσμα συναντάται στη Ρουμανία (3%). Στην Ελλάδα η διαφορά ανέρχεται στο 12,5% ενώ στην Κύπρο στο 13,7%.
Παρότι περισσότερες γυναίκες από ό,τι άνδρες ολοκληρώνουν σπουδές ανώτατης εκπαίδευσης, λιγότερες γυναίκες αποτελούν μέρος του εργατικού δυναμικού. Σχεδόν το 30% των γυναικών στην ΕΕ εργάζεται σε θέσεις μερικής απασχόλησης ενώ είναι πολύ πιθανότερο να διακόψουν τη σταδιοδρομία τους για να φροντίσουν τα παιδιά ή συγγενείς τους.
Μια σημαντική αιτία του μισθολογικού χάσματος είναι η υπερεκπροσώπηση των γυναικών σε σχετικά χαμηλότερα εισοδηματικά στρώματα, όπως είναι ο τομέας των πωλήσεων και της εκπαίδευσης. Σε ορισμένους τομείς εργασίας, όπως είναι η επιστήμη ή η τεχνολογία, το ποσοστό απασχόλησης ανδρών είναι πολύ υψηλότερο από το αντίστοιχο των γυναικών. Το 2018 στην ΕΕ, για παράδειγμα, 59% των ανδρών εργάζονταν, κατά μέσο όρο, ως επιστήμονες και μηχανικοί, σε σύγκριση με το 41% των γυναικών.
Με λιγότερα χρήματα διαθέσιμα για αποταμίευση και επένδυση, τα χάσματα αυτά συσσωρεύονται και οι γυναίκες αντιμετωπίζουν υψηλότερο κίνδυνο φτώχειας. Το 2018, οι γυναίκες ηλικίας 65 ετών και άνω έλαβαν συντάξεις που ήταν κατά 30% χαμηλότερες σε σχέση με αυτές των ανδρών.