ΑΕΠ: Τα μαύρα μαντάτα από το Ινστιτούτο Levy και το «ασανσέρ» της αγοραστικής δύναμης των Ελλήνων

Στροφή από το τέλμα της λαϊκής δυσαρέσκειας επιχειρεί η κυβέρνηση με ενέσεις τόνωσης της αισιοδοξίας και «όχημα» τη νέα αύξηση του κατώτατου μισθού. Όμως, η δυσοίωνη εκτίμηση που διατυπώνει στην έκθεσή του για την Ελλάδα το Levy Institute of Bard College (Νέα Υόρκη) δεν αφήνει τις αχτίδες του ήλιου να ξεπροβάλουν διατηρώντας τον γκρίζο ουρανό όσον αφορά την οικονομία. Την ίδια ώρα, η χώρα μας, έρχεται προτελευταία στην κατάταξη όσον αφορά το κατά κεφαλήν ΑΕΠ σε όρους αγοραστικής δύναμης (Eurostat) αλλά ο πρωθυπουργός έχει τη δική του… κυριακάτικη ανάγνωση.
Από τη 1η Απριλίου ο νέος κατώτατος μισθός διαμορφώνεται από τα 830 ευρώ που ήταν μέχρι σήμερα στα 880 ευρώ. Το κατώτατο ημερομίσθιο «ανεβαίνει» στα 39,3 ευρώ από τα 37,07 ευρώ. «Η Ελλάδα πλέον βρίσκεται στην 11η θέση ανάμεσα στις 22 χώρες της ΕΕ που έχουν θεσμοθετημένο κατώτατο μισθό σε ό,τι αφορά το ύψος του μικτού βασικού μισθού», σχολιάζει, μεταξύ άλλων, ο Κυριάκος Μητσοτάκης στην καθιερωμένη κυριακάτικη ανάρτησή του στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Ο πρωθυπουργός εστιάζει στην πέμπτη κατά σειρά αύξηση στον κατώτατο μισθό λέγοντας πως «ωφελούνται άμεσα τουλάχιστον 1,6 εκατομμύρια εργαζόμενοι σε ιδιωτικό και δημόσιο τομέα».

Το κατώτατο ημερομίσθιο «ανεβαίνει» στα 39,3 ευρώ από τα 37,07 ευρώ.
Τα γκρίζα σύννεφα του Levy Institute
Οι αυξήσεις στους μισθούς, ακόμα και αν είναι πενιχρές, είναι πάντα καλοδεχούμενες καθώς συμβάλλουν στην ανάπτυξη της οικονομίας. Μέχρι και σήμερα κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει ότι η ελληνική οικονομία έχει μία από τις καλύτερες αναπτυξιακές επιδόσεις στην Ε.Ε. (από το 2022) με τις εκτιμήσεις των ειδικών να αναφέρουν ότι θα συνεχίσει έτσι το 2025 και το 2026. Ή μήπως όχι.
Η ελληνική οικονομία θα έχει ισχνή ανάκαμψη φέτος και θα περάσει σε μείωση του ΑΕΠ κατά 1,3% του χρόνου σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του Levy Institute of Bard College
Η ανάλυση του αμερικανικού επιστημονικού ινστιτούτου Levy αμφισβητεί τις εκτιμήσεις αυτές και προβλέπει ότι η ελληνική οικονομία θα περάσει σε ύφεση το 2026.
Οι συντάκτες της έκθεσης, κόντρα στις προβλέψεις της κυβέρνησης, Ε.Ε., ΔΝΤ και ΟΟΣΑ, προβλέπουν για το 2026 μείωση του ελληνικού ΑΕΠ κατά 1,3%, κάμψη της κατανάλωσης, αύξηση του εξωτερικού ελλείμματος και αναστροφή του πλεονάσματος στον κρατικό προϋπολογισμό σε έλλειμμα (έστω κι αν το πρωτογενές πλεόνασμα διατηρείται).
Οι προβλέψεις βασίζονται στο «αυξανόμενο έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, σε συνδυασμό με έλλειμμα στον ιδιωτικό τομέα (…)» εκτός εάν «υπάρξουν δραστικές αλλαγές στο παραγωγικό μοντέλο της χώρας, που να αντιστρέψουν τόσο τα εξωτερικά όσο και τα ιδιωτικά αρνητικά ισοζύγια».
Επιπλέον, σύμφωνα με τους συντάκτες της έκθεσης «η αντικατάσταση των δημόσιων δαπανών που στηρίζουν το διαθέσιμο εισόδημα με έσοδα από πωλήσεις κρατικών περιουσιακών στοιχείων συνιστά συνταγή αποτυχίας (…)».
Η αγοραστική δύναμη των Ελλήνων
Η έκθεση αυτή πάντως δεν εμπόδισε τον Κυριάκο Μητσοτάκη να διατυπώσει το αφήγημα της καλής οικονομικής πορείας της χώρας με σημάδια ρεαλισμού της πραγματικότητας αφού όπως ανέφερε γνωρίζει «πολύ καλά όμως ότι τα εισοδήματα στην Ελλάδα παραμένουν χαμηλά. Και ότι, παρά τις αυξήσεις, πολλά νοικοκυριά εξακολουθούν να πιέζονται» θέτοντας ως άμεσο στόχο «να τρέξουμε ταχύτερα από την υπόλοιπη Ευρώπη για να κλείσουμε την ψαλίδα στα εισοδήματα».
Στην ίδια μακροσκελή ανάρτησή του, ο πρωθυπουργός, κατατάσσει τη χώρα μας «στην 13η θέση ως προς την αγοραστική δύναμη» όμως τα τελευταία στοιχεία της Eurostat την κατατάσσουν στην προτελευταία.
Το 2024, παρατηρούνται σημαντικές διαφορές στο κατά κεφαλήν ΑΕΠ, εκφρασμένο σε πρότυπα αγοραστικής δύναμης, μεταξύ των χωρών της ΕΕ. 10 χώρες, που αντιπροσωπεύουν περίπου το 34% του πληθυσμού της ΕΕ, ξεπερνούσαν το μέσο όρο της ΕΕ σε κατά κεφαλήν ΑΕΠ. Το χαμηλότερο επίπεδο του κατά κεφαλήν ΑΕΠ καταγράφηκε στη Βουλγαρία, με 34% κάτω από το μέσο όρο της ΕΕ. Η Ελλάδα και η Λετονία έπεσαν επίσης κάτω από τον μέσο όρο, κατά 30% και 29%, αντίστοιχα.
30% κάτω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο
Τα άλλα κράτη μέλη της ΕΕ με κατά κεφαλήν ΑΕΠ πάνω από τον μέσο όρο της ΕΕ. Η Γαλλία, η Ιταλία, η Κύπρος, η Ισπανία, η Τσεχία και η Σλοβενία βρίσκονταν λιγότερο από 10% κάτω από τον εν λόγω μέσο όρο, ακολουθούμενες από τη Λιθουανία και την Πορτογαλία με 10% έως 20% κάτω.

Το χαμηλότερο επίπεδο του κατά κεφαλήν ΑΕΠ καταγράφηκε στη Βουλγαρία
Το κατά κεφαλήν ΑΕΠ της Εσθονίας, της Πολωνίας, της Ρουμανίας, της Κροατίας, της Ουγγαρίας, της Σλοβακίας και της Λετονίας ήταν 30% χαμηλότερο από τον μέσο όρο της ΕΕ. Το κατά κεφαλήν ΑΕΠ της Ελλάδας ήταν 30% κάτω από τον μέσο όρο της ΕΕ και η Βουλγαρία κατέγραψε κατά κεφαλήν ΑΕΠ 34% κάτω από τον μέσο όρο της ΕΕ