4 Μαΐου του 1997.Ο πρωτοπόρος Ολυμπιακός επισφραγίζει στον Πύργο της Ηλείας ,κόντρα στον Πανηλειακό, την επιστροφή του ως πρωταθλητής έπειτα από 10 χρόνια. Σε όλες τις μεγάλες πόλεις της Ελλάδας στήνονται πανηγύρια. Το ίδιο συμβαίνει και στο Ηράκλειο. Ανάμεσα στους εκατοντάδες που συγκεντρώθηκαν τότε στην Πλατεία Ελευθερίας ήμουν και εγώ ως έφηβος για να γιορτάσω την κατάκτηση του πρωταθλήματος της αγαπημένης μου τότε ομάδας. Δεν γνώριζα βέβαια τι θα ακολουθούσε. Για αρκετή ώρα ,συνθήματα και τραγούδια, κόρνες και καπνογόνα είχαν δημιουργήσει μια εορταστική ατμόσφαιρα.
Ως πιτσιρικάς πάντα μου άρεσε να να συμμετέχω…παρακολουθώντας. Επέλεγα να βρίσκομαι ένα-δύο βήματα πίσω από το “θέατρο των εξελίξεων” για να παρατηρώ. Έτσι σε αυτή τη περίπτωση απολάμβανα τη γιορτή που γρήγορα θα εξελισσόταν στην πιο οδυνηρή εμπειρία μου ,η οποία αποτέλεσε και την αφορμή να μην ξανασχοληθώ για το υπόλοιπο της μετέπειτα ζωής μου με το ποδόσφαιρο και όπως αυτό εκφράζεται στην Ελλάδα.
Η επιλογή μου να παρακολουθώ τα πράγματα μου έδωσε τη δυνατότητα να καταγράψω μια σκηνή ,την οποία δεν μπορούσα εκείνη την στιγμή να ερμηνεύσω αλλά στη πορεία κατανόησα πλήρως …πως παίζεται το παιχνίδι.
Ενώ οι ξέφρενοι πανηγυρισμοί συνεχίζονταν, ένας από εκείνους που σε κάθε σύνδεσμο οπαδών ονομάζεται αρχηγός ,ο άνθρωπος δηλαδή που συντονίζει και δίνει εντολές για το πως, πότε και χωρίς πολλά γιατί, απομακρύνθηκε από το πλήθος. Το βλέμμα μου πέφτει πάνω του και τον ακολουθεί. Στο στενό της Ιδομενέως ένα δίκυκλο τον πλησιάζει. Επιβάτες δυο 30αρηδες τότε, που δεν έδειχναν να έχουν σχέση με το πανηγυρικό κλίμα. Άρχισαν τη συζήτηση για 1-2 λεπτά. Αν και βρισκόμουν σε κοντινή απόσταση δεν είχα τη δυνατότητα να ακούσω τι ακριβώς διημείφθη μεταξύ τους σχεδόν συνωμοτικά. Το μόνο που κατάφερα να ακούσω από τον συνεπιβάτη του δικύκλου απευθυνόμενος στον αρχηγό ήταν το εξής «Σας περιμένουμε!».
Ο αρχηγός επανήλθε στον πυρήνα των πανηγυρισμών οι οποίοι συνεχίστηκαν για λίγη ώρα ακόμη μέχρι που ακούστηκε μέσα από το πλήθος μια φωνή να καλεί σε πορεία. Χωρίς χρονοτριβές η μάζα συντονίστηκε και άρχισε να κατευθύνεται μέσω των οδών Δικαιοσύνης και Καλοκαιρινού προς την Χανιόπορτα .Μέχρι τότε όλα έδειχναν ότι το σώμα της πορείας θα επέστρεφε πάλι στο κέντρο είτε μέσω της οδού Πλαστήρα είτε με αναστροφή μέσω της οδού Αγίου Μήνα. Όμως χωρίς να το καταλάβουμε όσοι ακολουθούσαμε, πολύ γρήγορα φτάσαμε στην κορυφή της Λεωφόρου 62 Μαρτύρων. Στην αρχή δηλαδή της περιοχής των Καμινίων. Ο αρχηγός μαζί με τους “λογαχούς” της πορείας έδωσε το σύνθημα να προχωρήσει η πορεία ,αν και όλοι γνωρίζαμε ότι αυτό θα αποτελούσε ευθεία πρόκληση. Όσο πλησιάζαμε στην καρδιά των Καμινίων ,τόσο τα πράγματα έδειχναν και πιο επικίνδυνα.
Κάθε λεπτό που περνούσε μας έφερνε όλο και πιο κοντά στη συνοικία της Αγίας Βαρβάρας, εκεί δηλαδή που βρίσκεται το ιστορικό γήπεδο του Γεντί Κουλέ. Το κλίμα από εορταστικό και πανηγυρικό μεταλλάχθηκε σε πολεμικό .Η συνοικία της Αγίας Βαρβάρας έδειχνε περίεργα ήσυχη για να υποδεχθεί αδιαμαρτύρητα ένα ερυθρόλευκο πλήθος. Μέχρις όπου εμφανίστηκαν τα πρώτα… φρούτα. Περιμετρικά της Πλατείας της Αγίας Βαρβάρας από τις ταράτσες των πολυκατοικιών ξεκινά μια “βροχή” φρούτων και άλλων ζαρζαβατικών ενώ ταυτόχρονα από τους γύρω δρόμους ακροβολισμένοι νεαροί εκτοξεύουν πέτρες και αντικείμενα.
Ξεκινούν συμπλοκές ενώ από τις ρίψεις φρούτων δείχνουν αρκετοί να έχουν τραυματιστεί χωρίς να μπορεί να εξηγηθεί πως ένα πορτοκάλι ή μια ντομάτα μπορεί τόσο εύκολα να σου ανοίξει το κεφάλι και αυτό να αιμορραγεί. Πολύ γρήγορα διαπιστώθηκε ότι είχαν καρφωθεί πάνω τους λεπίδες από ξυράφια (τα astor για τους παλαιότερους) για να καταφέρουν όσο το δυνατόν μεγαλύτερο πλήγμα στον αντίπαλο.
Μέσα σε λίγα λεπτά τα Καμίνια σχεδόν σε όλη την έκταση τους είχαν καταστεί σε σκηνικό πολεμικών συγκρούσεων. Τραυματίες ένθεν και ένθεν από τις βίαιες συμπλοκές που παρακολουθούσα σε απόσταση ασφαλείας έχοντας ήδη αποτραβηχτεί από το πλήθος πριν πλησιάσουμε καν στην πλατεία της Αγίας Βαρβάρας.
Το άγριο κυνηγητό μεταξύ ερυθρών και μαύρων “χμερ” συνεχίστηκε μέχρι και την Λεωφόρο 62 Μαρτύρων με αρκετούς τραυματίες ,όπου μόνο τότε εμφανίστηκαν αστυνομικές δυνάμεις προς αποκλιμάκωση του θερμού μετώπου.
Ένα θερμό μέτωπο που όπως συνειδητοποίησα δεν είχε προκληθεί αυθόρμητα αλλά απολύτως συντονισμένα. Λίγο αργότερα έχοντας επιστρέψει σπίτι μου ανακάλεσα στη μνήμη μου τον αρχηγό των ερυθρολεύκων και την συνωμοτική συζήτηση με τους δυο άνδρες στο δίκυκλο για να συνδέσω έτσι τα βίαια επεισόδια με την φράση «Σας περιμένουμε!». Μια φράση που επιβεβαιώνεται πλήρως από την ετοιμότητα στην οποία βρέθηκε η περιοχή της Αγίας Βαρβάρας για να υποδεχθεί την προκλητική σε κάθε περίπτωση “εισβολή” των κόκκινων χμερ, έχοντας πλήρες οπλοστάσιο με καλά μελετημένα “όπλα”.
Ήταν η πρώτη, και ευτυχώς για εμένα μέχρι σήμερα ,η τελευταία φορά που αισθάνθηκα ντροπή για ένα γεγονός στο οποίο ήμουν παρών. Ήταν η τελευταία φορά που ασχολήθηκα ως οπαδός με το Ελληνικό ποδόσφαιρο, τις ανώνυμες εταιρίες του και τους υπαλλήλους –μισθοφόρους του. Εκείνους που σιτίζονται από τις ΠΑΕ με μια μόνο υποχρέωση: Nα συντηρούν τις μάζες ,έτοιμες να αξιοποιηθούν όποτε τις χρειαστεί η εταιρία ως μοχλό πίεσης για τις “δουλειές” της εντός και εκτός ποδοσφαίρου.
Και η συντήρηση τους , όπως η ιστορία έχει αποδείξει, γίνεται με το πιο ανέξοδο οικονομικά “τρόφιμο”, τη βία. Την τροφή που συντηρεί τις μάζες.