Τα “ήξεις, αφήξεις” των 12 ναυτικών μιλίων και η ωμή πραγματικότητα
H επέκταση των χωρικών υδάτων νοτιοανατολικά της Κρήτης στα 12 ναυτικά μίλια είναι ένα αναφαίρετο δικαίωμα άσκησης των κυριαρχικών μας δικαιωμάτων και αυτή είναι μια μη αμφισβητήσιμη παραδοχή, όπως προκύπτει και από τη σύμβαση για το δίκαιο της Θάλασσας του 1982.Το ότι η χώρα μας επί 40 χρόνια παρουσιάζει φοβικά σύνδρομα για να ασκήσει απλώς και μόνο το δικαίωμα της είναι επίσης μια μη αμφισβητήσιμη παραδοχή που έχει επιβεβαιωθεί στην πορεία του χρόνου και έχει διαπεράσει το σύνολο των κυβερνήσεων και των κομμάτων που διαχειρίστηκαν εξουσία μέχρι και σήμερα. Γράφει ο Χρήστος Κώνστας στο Politica.gr.
Η ανάπτυξη των 12 μιλίων στο Ιόνιο ήταν φυσικό να ανοίξει και το ζήτημα για τα ανατολικά της Κρήτης. Ο Υπουργός Εξωτερικών Ν. Δένδιας διαβεβαιώνει εμμέσως πλην σαφώς ότι πρόκειται για μια ειλημμένη απόφαση. Δηλαδή δηλώνει το αυτονόητο, το οποίο όμως επί 4 δεκαετίες δείχνει ανέφικτο μπροστά στην νομοθετημένη από την Τουρκική Εθνοσυνέλευση του 1995, απειλή για Casus Belli ως απάντηση στην επέκταση των ελληνικών χωρικών υδάτων. 24 ώρες αργότερα και πάλι από το βήμα της Βουλής αυτή τη φορά ο Πρωθυπουργός επανέρχεται στο θέμα και η ειλημμένη απόφαση παρουσιάζεται ως μια δυνητική επιλογή σε χρόνο και με τρόπο που θα κριθεί κατάλληλος όπως ισχυρίστηκε ο κ. Μητσοτάκης.
Υπό αυτό το κλίμα και ενώ η Άγκυρα στέλνει αδιαλείπτως προκλητικά μηνύματα προς την Αθήνα, οι αντιπροσωπείες των δύο πλευρών έχουν δώσει ραντεβού για την Δευτέρα στην Κωνσταντινούπολη όπου θα ξεκινήσει ο 61ος γύρος των διερευνητικών επαφών. Αλήθεια ποιος σώφρων νους θεωρεί ότι υπάρχει ειλικρινής διάθεση από την άλλη πλευρά για γόνιμο διάλογο όταν αυτός καλείται να ξεκινήσει έπειτα από 1,5 χρόνο συνεχών προκλήσεων, οι οποίες σε επίπεδο έκτασης, συμβολισμού αλλά και ουσίας είναι οι σοβαρότερες από το 1974 και εντεύθεν. Αλλά για να συνειδητοποιήσει κάνεις τη σοβαρότητα θα πρέπει πρώτα να αποδεχτεί αυτό που για λόγους εσωτερικής διαχείρισης αρνούμαστε να χαρακτηρίσουμε.
Η Τουρκία τον τελευταίο χρόνο έχει εισβάλει την ελληνική επικράτεια. Ναι πρόκειται περί εισβολής και η μόνη διαφορά με το Κυπριακό είναι ότι μέχρι σήμερα δεν έχει επιτευχθεί και η κατοχή. Δεν πρόκειται για ¨σουλάτσα¨ απλώς ενός ερευνητικού σκάφους. Πρόκειται για μεθοδική προσπάθεια εδραίωσης κυριαρχίας. Αυτή είναι μια πραγματικότητα. Και η τεράστια διαφορά των προηγούμενων 60 γύρων με αυτόν που θα ακολουθήσει έγκειται ακριβώς σε αυτό το σημείο.
Υπό αυτό το πρίσμα η απορία είναι κάτι παραπάνω από εύλογη. Γιατί να συναινέσει η Ελλάδα σε επανέναρξη των διαπραγματεύσεων σε μια χρονική στιγμή όπου η Τουρκία έχει κορυφώσει τις προκλητικές της ενέργειες; Μάλιστα το ερώτημα αποκτά μια πρόσθετη διάσταση από τη στιγμή που εξαρχής έχει αποσαφηνιστεί σε όλους τους τόνους ότι χωρίζει άβυσσος τις δυο εθνικές ατζέντες.
Η χώρα μας οδηγείται για μια ακόμη φορά στο τραπέζι των συζητήσεων περισσότερο για να βγάλει την υποχρέωση απέναντι σε τρίτους (Ε.Ε,Η.Π.Α,Γερμανία) παρά για να κερδίσει οτιδήποτε από μια διαπραγμάτευση. Στον αντίποδα η Άγκυρα κάθε φορά που κάθεται στο τραπέζι εμφανίζεται σε καλύτερη θέση από το σημείο που άφησε την τελευταία διαπραγμάτευση. Το “κάθε πέρυσι και καλύτερα” δεν μπορεί να συνεχιστεί ως εθνική διαπίστωση. Μόνο ένα μπορεί να είναι το θέμα συζήτησης με την Τουρκία: η οριοθέτηση στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο. Δεν έχουμε αυταπάτες ότι έχει αλλάξει κάτι. Τουναντίον.
Η συζήτηση που έχει ξεκινήσει στο εσωτερικό της χώρας στη λογική να προσέξουμε να μην κατηγορηθούμε οτι οδηγούμε σε ναυάγιο το διάλογο, είναι και ύποπτη και επικίνδυνη. Καθαρές κουβέντες .Εάν η Άγκυρα επιμείνει μετά από όλα αυτά να ανοίξει τη βεντάλια της ατζέντας, δεν υπάρχουν περιθώρια για δεύτερες σκέψεις. Οφείλουμε να κλείσουμε τον 61ο γύρο χωρίς νέα φοβικά σύνδρομα. Σε αντίθετη περίπτωση θα προσθέτουμε νερό στο μύλο των τουρκικών επιδιώξεων.