H Μεγαλόχαρη έσωσε τη Σαμοθράκη μέχρι το επόμενο “ναυάγιο”
Η κοσμοσυρροή τις ημέρες εορτασμού της Παναγίας σε όλες τις τουριστικές περιοχές της χώρας είναι γνωστή και αναμενόμενη. Αυτό συνέβη και φέτος. Ανάμεσα στα νησιά που βούλιαξαν από κόσμο ήταν και εκείνο της Σαμοθράκης, μόνο που στη περίπτωση του κανείς από τους κατοίκους ή τους επισκέπτες δεν χαμογέλασε σε αντίθεση με τους υπόλοιπους Έλληνες, αφενός τους νησιώτες που έτριβαν τα χέρια τους και αφετέρου τους ταξιδιώτες που απολάμβαναν τις καλοκαιρινές τους διακοπές.
Ο αποκλεισμός του νησιού από κάθε ακτοπλοϊκή σύνδεση για σχεδόν μια εβδομάδα, ίσως και να είχε περάσει στα ψιλά αν δεν συνέβαινε την επίμαχη εορταστική περίοδο. Άλλωστε αυτό είχε ξανασυμβεί μόλις 7 μήνες νωρίτερα, μέσα στον Ιανουάριο. Τότε κανείς δεν έμαθε τίποτα. Γιατί πολύ απλά δεν υπήρχε το ενδιαφέρον και κυρίως η ζέση της θερινής περιόδου. Μόνο που και τότε οι κάτοικοι έμειναν εγκλωβισμένοι και χωρίς προμήθειες για ημέρες.
Το θέμα δεν είναι κομματικό. Είναι πρωτίστως πολιτικό. Κι΄αν στην προηγούμενη κυβέρνηση χρεώνουν αβελτηρίες και αδιαφορία- και ορθώς πράττουν εκ του αποτελέσματος, το χρόνιο πρόβλημα των 28 και πλέον ετών όπως παραδέχονται όλοι, δεν αφήνει περιθώρια για παρερμηνείες και μονοδιάστατες προσεγγίσεις. Από το 1991 έχει να καθαρισθεί ο πυθμένας του λιμένα της Σαμοθράκης, που αποτελεί και ένα από τα προβλήματα που δημιουργούν σε πολλές περιπτώσεις τροχοπέδη για να δέσουν τα πλοία της γραμμής. Όμως δεν είναι το μόνο ζήτημα που ανακύπτει από την υπόθεση της Σαμοθράκης. Η εκτέλεση δρομολογίων σε άγονες γραμμές επιδοτείται.
Περισσότερα από 150 εκ. ευρώ δίνονται από τον κρατικό κορβανά σε ναυτιλιακές εταιρίες προκειμένου να θέσουν σε διάθεση τα πλοία τους έπειτα από διαγωνισμό και να διατηρήσουν την διασύνδεση της νησιωτικής Ελλάδας, παρά το γεγονός ότι σε πολλές γραμμές διαπιστώνεται το ασύμφορο επιχειρηματικά λόγω χαμηλής επιβατικής κίνησης, το οποίο όμως καλύπτεται από την ετήσια επιδότηση. Οι πλοιοκτήτες εξασφαλίζουν ένα πάγιο έσοδο – ανεξαρτήτως της επιβατικής κίνησης – και η πολιτεία εξασφαλίζει σταθερή διασύνδεση. Μέχρι τα γεγονότα να διαψεύσουν το δεύτερο σκέλος της συμφωνίας γιατί το πρώτο δεν διασαλεύεται. Στις περισσότερες των περιπτώσεων οι ναυτιλιακές εταιρίες δρομολογούν πλοία παλαιάς γενιάς στις άγονες γραμμές, τα οποία ωστόσο έχουν εξασφαλίσει από τον νηογνώμονα και τις λοιπές αρχές, το αξιόπλοον.
Η λογική είναι απλή. Χαμηλού κόστους και επιπέδου υπηρεσίες στις άγονες γραμμές για να διασφαλιστεί το κέρδος αφού πρώτα έχουν διεκδικήσει από το διαγωνισμό να αναλάβουν την άγονη γραμμή με το χαμηλότερο δυνατό κόστος. Το αποτέλεσμα είναι πλοία 30 και 40 ετών να κρίνονται αξιόπλοα αλλά ταυτόχρονα, να θεωρείται σχεδόν δεδομένο ότι θα συναντήσουν συχνά το ενδεχόμενο μηχανικών βλαβών, κάτι το οποίο θεωρείται και αναμενόμενο.
Η πολιτεία επί δεκαετίες κάνει τα στραβά μάτια σε αυτή την κατάσταση. Δεν έχει θέσει όρους και προϋποθέσεις που θα εξασφαλίζουν την αδιάκοπη διασύνδεση των νησιών ακόμη κι αν υπάρξει κάποια βλάβη. Κάπως έτσι νησιά, κάτοικοι, επιχειρηματίες και επισκέπτες εγκλωβίζονται στην πρώτη “στραβή” και μαζί τους αποδεικνύεται εγκλωβισμένο το κράτος απέναντι στις διαθέσεις των πλοιοκτητών. Η υπόθεση της Σαμοθράκης δεν αφορά μόνο ένα ακριτικό νησί. Αφορά όλη τη χώρα – νησιωτική και ηπειρωτική – για το πώς την αντιμετωπίζουν όσοι σιτίζονται από εκείνη. Αφορά όλους μας. Κι αν δεν αλλάξουν τα πράγματα, στην επομένη “στραβή” δεν είναι σίγουρο ότι θα βρεθεί και πάλι η Μεγαλόχαρη να βάλει το χέρι της.