«Γεννηθήκαμε για τα ψηλώματα»: Η εμπειρία μου από τη συνέντευξη με τον Αρχιεπίσκοπο Κρήτης

Η δημοσιογραφία δεν είναι μόνο επαγγελματική ενασχόληση. Είναι και δρόμος, πορεία, εμπειρία. Και κάποιες φορές, αυτός ο δρόμος σε οδηγεί σε σταθμούς που δεν ξεχνάς ποτέ. Κάποιους από αυτούς τους σταθμούς σας τους έχω παρουσιάσει από αυτήν εδώ τη στήλη. Η πρόσφατη συνέντευξή μου με τον Αρχιεπίσκοπο Κρήτης, Ευγένιο, με αφορμή τη Μεγάλη Εβδομάδα, την Ανάσταση και την έλευση του Πάσχα, αποτελεί για εμένα άλλο ένα τέτοιο σταθμό– μια εμπειρία βαθιά ανθρώπινη και πνευματικά πλούσια, που θα ήθελα να μου επιτρέψετε να τη μοιραστώ μαζί σας
Ο λόγος του Αρχιεπισκόπου Κρήτης είναι ουσιαστικός. Δεν χρησιμοποιεί εκκλησιαστικά κλισέ, δεν περιχαρακώνεται πίσω από παρωχημένες φόρμες. Είναι ένας λόγος άμεσος, ειλικρινής και γι’ αυτό βαθιά αληθινός. Κατά τη διάρκεια της συνέντευξης, μου έδωσε την αίσθηση ενός ανθρώπου που εμπνέει. Που δεν υπαγορεύει, αλλά συμπορεύεται. Ενός ανθρώπου επιδραστικού που «μιλάει στην καρδιά και το μυαλό»
«Γεννηθήκαμε για τα ψηλώματα – όχι για τα πατώματα», είπε σε κάποια στιγμή, δίνοντας, με μία μόνο φράση, το νόημα της χριστιανικής ύπαρξης και της ίδιας της Ανάστασης, με μια φράση που πολύ συχνά χρησιμοποιούμε στην καθομιλουμένη. Δείγμα ότι συναστρέφεται με τον σύγχρονο κόσμο και δεν ζει εσώκλειστος στα Γραφεία της Αρχιεπισκοπής στην Οδό Αγίου Μηνά. Έτσι, μας είπε λοιπόν ότι, δεν μας πρέπει η μιζέρια, η καταβαράθρωση, η απελπισία. Ότι μέσα μας υπάρχει το φως – και γι’ αυτό καλούμαστε να το υπηρετήσουμε.
Η κουβέντα μας αναπτύχθηκε ανάμεσα στο υπαρξιακό και το κοινωνικό. Δεν μπορούσε να είναι αλλιώς. Η προαναφερόμενη επαφή του Ευγένιου με τον σύγχρονο άνθρωπο τον κάνει να γνωρίζει καλά ότι ο λόγος της Εκκλησίας δεν μπορεί να είναι αποκομμένος από τον κόσμο. Αντίθετα, οφείλει να είναι παρών – εκεί που υπάρχει ανάγκη, πόνος, απορία. «Δεν ζούμε για να πεθάνουμε. Πεθαίνουμε για να ζήσουμε. Και αυτό δεν είναι σχήμα λόγου», τόνισε, δείχνοντας πως η πίστη στην Ανάσταση δεν είναι μια θεωρητική κατασκευή, αλλά τρόπος να κατανοήσουμε τη ζωή και τον θάνατο. Να σταθούμε όρθιοι μέσα στο παράλογο και το τραγικό, να προχωρήσουμε με την ελπίδα πως τίποτα δεν χάνεται – πως η αγάπη, τελικά, δεν νικιέται.
Μιλήσαμε για την κοινωνία, για τις σχέσεις μας, για την καθημερινότητα. «Ας αφήσουμε λίγο την επιθετικότητα στις σχέσεις μας. Ας προσπαθήσουμε να γίνουμε πιο αγαπητικοί, πιο συγχωρητικοί. Λίγο πιο ανοιχτοί ο ένας στον άλλον». Είναι δύσκολο; Ναι. Αλλά είναι και αναγκαίο. Ειδικά σε μια εποχή που κυριαρχεί ο ατομισμός, η δυσπιστία, η σύγκρουση, αυτός ο λόγος λειτουργεί σαν αντίδοτο. Όχι μόνο ηθικό ή πνευματικό, αλλά και υπαρξιακό: αν δεν ανοιχτούμε στον άλλον, αν δεν αγαπήσουμε, δεν μπορούμε να υπάρξουμε πλήρως.
Συγκλονιστική ήταν και η αναφορά του στις παγκόσμιες πληγές. Δεν έκλεισε τα μάτια στις τραγωδίες που εκτυλίσσονται στην υφήλιο. «Δεν μπορεί, τέτοιες μέρες αγάπης, να βομβαρδίζονται παιδιά. Δεν γίνεται να είμαστε αδιάφοροι για τους μετανάστες, τους ξεριζωμένους. Ο Θεός ξέρει τι σταυρό κουβαλά ο καθένας τους». Ο λόγος του εδώ γίνεται φωνή για όσους δεν έχουν φωνή. Και μας καλεί σε ένα άλλο ήθος: όχι της αδιαφορίας, αλλά της ευθύνης· όχι του φόβου, αλλά της συμπόνιας και της παροχής βοήθειας.
Το Πάσχα, είπε, δεν είναι μόνο ένα εορτολόγιο γεγονός. Είναι κάτι βαθύτερο. Κι έθεσε το κρίσιμο ερώτημα: «Ζούμε χωρίς Ανάσταση; Εδώ πρέπει να αναρωτηθούμε. Κι αν ζούμε χωρίς Ανάσταση, τι βάζουμε στη θέση της;». Ένα ερώτημα που αγγίζει τον καθένα, πιστό ή μη. Γιατί όλοι, λίγο πολύ, προσπαθούμε να δώσουμε νόημα στη ζωή. Κι αν δεν πιστεύουμε στην Ανάσταση, καλούμαστε να βρούμε τι μπορεί να μας ανασταίνει από τα σκοτάδια μας. Κι αν δεν υπάρχει φως, τι άλλο μπορεί να μας οδηγήσει;
Στάθηκε, τέλος, και στην αλλοτρίωση των εορτών: «Περνάνε οι μέρες και λέμε “δεν καταλάβαμε τίποτα φέτος”. Γιατί είχαμε το μυαλό μας μόνο στο πώς θα φάμε, τι θα ψωνίσουμε, πού θα πάμε. Λες και δεν τρώμε τον υπόλοιπο καιρό». Δεν ήταν κήρυγμα αυτό – ήταν μια παρατήρηση, σχεδόν πονεμένη, για το πώς ξεχνάμε το ουσιώδες και παραδινόμαστε στο επιφανειακό και που την κάνουμε πολλοί από εμάς.
Η συνέντευξη έκλεισε με λόγια που θα μείνουν μέσα μου σαν υπόμνηση, σαν ευχή, σαν αποστολή: «Το μήνυμα του Πάσχα είναι να πέσουμε ο ένας στην αγκαλιά του άλλου. Να δώσουμε και να πάρουμε αγάπη. Γιατί μόνο έτσι έχει νόημα». Και αυτό, ίσως, να είναι το μεγαλύτερο μάθημα που πήρα από αυτή την εμπειρία. Ότι η αγάπη είναι η μόνη γλώσσα που μας ενώνει. Και ότι –τελικά– δεν υπάρχουν μεγάλοι δημοσιογραφικοί “τίτλοι” αν δεν συνοδεύονται από μικρές, ανθρώπινες, συγκλονιστικές αλήθειες.
Για όλα αυτά, θεωρώ τη συνέντευξη με τον Αρχιεπίσκοπο Κρήτης όχι απλώς μια επαγγελματική επιτυχία, αλλά μια ευλογία. Ένα φως μέσα στον θόρυβο του κόσμου. Μια πρόσκληση – να ζήσουμε λίγο πιο συνειδητά, λίγο πιο αληθινά, λίγο πιο… αναστάσιμα.