Οι εκλογές της ΕΠΟ έδειξαν ότι απέτυχε η προσπάθεια «συνεννόησης» της κυβέρνησης με όσους έχουν την ευθύνη για την κακή κατάσταση στο ελληνικό ποδόσφαιρο. Δηλαδή τους λαθρέμπορους, τους απατεώνες, τους βλαχοδήμαρχους, τους μπράβους, τους ανεπάγγελτους, τους καφετζήδες.
Τα πράγματα σε σχέση με την ΕΠΟ ήταν συγκεκριμένα. Για να υπάρξει μια άλλη κατάσταση στο ελληνικό ποδόσφαιρο, χρειαζόταν να υπάρξει μια άλλη κατάσταση στην ΕΠΟ. Και αυτό γιατί η διοίκηση της ΕΠΟ καθορίζει τους όρους μέσα στους οποίους κινείται το ελληνικό επαγγελματικό ποδόσφαιρο.
Σε απλά ελληνικά από αυτήν κρίνεται το εάν το ελληνικό ποδόσφαιρο θα είναι ένα συνεχές σκάνδαλο συναλλαγής, όπου τα πρωταθλήματα θα κρίνονται στο ποιος ελέγχει την επιλογή διαιτητών και τους όρους εφαρμογής των κανόνων, ή εάν θα γίνει ένα ανταγωνιστικό ευρωπαϊκού επιπέδου πρωτάθλημα που θα κρίνεται στα γήπεδα και στο ποια ομάδα έχει επενδύσει περισσότερο στο αγωνιστικό υλικό της.
Το κυρίαρχο αφήγημα ήταν πως η προηγούμενη διοίκηση της ΕΠΟ, αυτή της υποτιθέμενης «εξυγίανσης» θα είχε διασφαλίσει την ανεξαρτησία των παραγόντων του ποδοσφαίρου έναντι οποιουδήποτε. Με αυτό τον τρόπο θα δικαιωνόταν και η UEFA με τους κανόνες περι αυτοδιοίκητου και καμία κυβέρνηση ή άλλος θεσμικός ή εξωθεσμικός παράγοντας δεν θα επηρέαζε την εκλογή.
Η μόνη πραγματική δουλειά της κυβέρνησης θα έπρεπε να είναι η εξασφάλιση ότι οι κανόνες αυτοί λειτουργούν, ότι η συναλλαγή (όχι απαραίτητα ή πάντα χρηματική) δεν έχει θέση σε τέτοιες εκλογικές διαδικασίες. Ότι θέση έχει η γνώση, το πρόγραμμα, το μεράκι , η εμπειρία.
Η ενδεκάδα της εκτελεστικής επιτροπής που εκλέχθηκε στην ΕΠΟ δείχνει ακριβώς το αντίθετο.
Μια κυβέρνηση θα μπορούσε να το κάνει αυτό, εάν είχε την πολιτική βούληση. Εάν μάζευε δηλαδή τους λαθρέμπορους και απατεώνες που θεωρούν ότι μπορούν να ελέγχουν το ποδόσφαιρο και τους έλεγε ότι δεν μπορούν να το συνεχίσουν να φέρονται έτσι. Και να τους έκανε σαφές ότι πρέπει να μαζέψουν τους μπράβους και τους παρατρεχάμενούς τους. Γιατί διαφορετικά θα έχουν προβλήματα και στις ποδοσφαιρικές και στις λοιπές τους δραστηριότητες.
Αυτή ήταν η πολιτική δουλειά που έπρεπε να κάνει ο αρμόδιος υφυπουργός Λευτέρης Αυγενάκης, εκπροσωπώντας την κυβέρνηση. Και πολύ απλά δεν την έκανε, είτε γιατί δεν μπορούσε, είτε γιατί δεν το άφησαν.
Όντως συνομίλησε με αυτούς που λυμαίνονται το ποδόσφαιρο και τους παρατρεχάμενούς τους. Και τους εμπιστεύτηκε. Και δεν τους πίεσε πραγματικά. Και δεν τους εξήγησε με σαφήνεια ότι υπάρχει πολιτική βούληση της κυβέρνησης. Και τους έδωσε και ενισχύσεις χρηματικές για να ολοκληρώσουν κάτι γήπεδα που έχουν βαλθεί να τα τελειώσουν χωρίς να βάλουν ποτέ το χέρι στη δική τους τσέπη (αλλά μόνο στην τσέπη όλων ημών των κορόιδων φορολογούμενων).
Και αυτοί τον… διαβεβαίωσαν κανονικά.
Η διαδικασία όμως και το αποτέλεσμα ήταν μια παρωδία εκλογής. Ως προς τη θέση του προέδρου φυσικά δεν είχαν καμιά αντίρρηση να εκλέξουν τον Ζαγοράκη, για να επικαλούνται την «τήρηση της συμφωνίας» για μια συλλογική προσπάθεια όλων για το καλό του ποδοσφαίρου.
Μόνο που ως προς την Εκτελεστική Επιτροπή, αυτή που θα παίρνει τις κρίσιμες αποφάσεις, αυτή που θα κρίνει πραγματικά ποια κατεύθυνση θα πάρει το ελληνικό ποδόσφαιρο, φρόντισαν να εκλέξουν τους παρατρεχάμενούς τους. Αυτούς που έχουν την ευθύνη για το τωρινό χάλι της ΕΠΟ. Και βέβαια με αυτό τον τρόπο δεν θα ελέγχουν μόνο τη διοίκηση της ΕΠΟ αλλά και το μηχανισμό της, θα μπορούν να βολεύουν κόσμο και να ελπίζουν ότι κάποτε έτσι θα πάρουν πρωτάθλημα.
Και για όλα αυτά υπάρχει πραγματική κυβερνητική ευθύνη. Υπάρχει πραγματική ευθύνη του Λευτέρη Αυγενάκη γιατί συνομίλησε με ανθρώπους δείχνοντας μια παράξενη εμπιστοσύνη στα λόγια τους, παρότι οι πράξεις τους ήταν -αδιάψευστος- μάρτυρας των προθέσεων και των σκοπών τους σε κάθε βήμα.
Και στο τέλος της ημέρας, οι πράξεις αλλά και η απραξία της κυβέρνησης τους επέτρεψε να κάνουν τις εκλογές τις ΕΠΟ όπως ακριβώς θα τις έκαναν ούτως ή άλλως.
Και αυτό σημαίνει ότι στο ελληνικό ποδόσφαιρο θα συνεχίσουν να κυριαρχούν:
Η αντίληψη ότι δεν χρειάζονται κανόνες παρά μόνο ικανός αριθμός «κολλητών» και διαμόρφωση «καλών συσχετισμών».
Η παρουσίαση της παραβατικότητας ως «ανώτερης μορφής νομιμότητας».
Η διαστρέβλωση των «δημοκρατικών θεσμών» και η μετατροπή τους σε διαρκή συγκάλυψη εκτεταμένων πρακτικών συναλλαγών και εξαναγκασμού.
Η διατήρηση κυκλωμάτων και μικροεξουσιών σε βάρος της διαμόρφωσης θεσμών.
Η αντιμετώπιση των οπαδών ως «στρατών» των διοικήσεων εναντίον αντιφρονούντων.
Η αντίληψη ότι επένδυση είναι κάτι που πρέπει να γίνεται πάντα με τα λεφτά των άλλων και όχι του ίδιου του επενδυτή.
Την πεποίθηση ότι όλες οι συνειδήσεις είναι προς εξαγορά.
Η κατασκευή της πραγματικότητας από οπαδικά και κατευθυνόμενα ΜΜΕ.
Αυτό σημαίνει επίσης ότι η κυβέρνηση έχασε μια ευκαιρία να δείξει ότι στο ποδόσφαιρο αλλά και στην κοινωνία μπορεί να υπάρξει μια άλλη λογική που να στηρίζεται:
Στη διευκόλυνσης της πραγματικής επένδυσης που φέρνει αποτελέσματα.
Στην τήρηση των κανόνων ώστε να αναβαθμιστεί το προσφερόμενο προϊόν και να διευρυνθεί το κοινό.
Στην διαφάνεια και τη λογοδοσία των θεσμών, ώστε να μπορεί να αναβαθμίζεται το κύρος του πρωταθλήματος.
Στην λειτουργία των δημοκρατικών θεσμών για να μπορούν να λαμβάνονται αποφάσεις που όλοι θα τις σέβονται.
Στην αντίληψη οι κανόνες και το fair play στο τέλος βοηθούν όλους να είναι κερδισμένοι γιατί έρχονται κοντά στη μπάλα περισσότεροι φίλαθλοι.
Στη λογική ότι δεν θες απλώς «σκληροπυρηνικούς οπαδούς» αλλά ένα πολύ πιο διευρυμένο φίλαθλο κοινό που θα υποστηρίζει πολλαπλά τις ομάδες και το άθλημα.
Στη φιλοδοξία το ελληνικό ποδόσφαιρο να ξεφύγει από τα στενά τοπικά όριά του και να πρωταγωνιστήσει στην Ευρώπη.
Έχασε δηλαδή η κυβέρνηση την ευκαιρία να στείλει ένα μήνυμα ότι συγκρούεται με τη λογική της διαρκούς παραβατικότητας και της εικονικής ανάπτυξης και θέλει να υπάρχουν θεσμοί που να λειτουργούν, αξιοκρατία, πραγματικές επενδύσεις και διάθεση να μπει πλάτη για μια διαφορετική πορεία της χώρας.
Αυτό είναι το διακύβευμα στο ποδόσφαιρο και δεν αρχίζει ούτε τελειώνει μέσα στα γήπεδα.
Γιατί το ποδόσφαιρο είναι πάντα μια υπόθεση βαθιά πολιτική.